γυιοβαρής: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γυιοβαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που βαραίνει τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[οινοβαρής]], [[χαλκοβαρής]])]. | |mltxt=[[γυιοβαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που βαραίνει τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[οινοβαρής]], [[χαλκοβαρής]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γυιοβᾰρής:''' -ές ([[βαρύς]]), αυτός που βαραίνει τα [[μέλη]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, weighing down the limbs, παλαίσματα, κάματος, A. Ag.63 (lyr.), AP10.12.
German (Pape)
[Seite 508] ές, Glieder beschwerend, παλαίσματα Aesch. Ag. 61; κάματος Ep. ad. (X, 12).
Greek (Liddell-Scott)
γυιοβᾰρής: -ές, ὁ τὰ μέλη καταβαρύνων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 63, Ἀνθ. Π. 10. 12.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui alourdit les membres.
Étymologie: γυῖον, βάρος.
Spanish (DGE)
(γυιοβᾰρής) -ές
que hace pesados los miembros πολλὰ παλαίσματα A.A.63, κάματος AP 10.12, Διόνυσος Tz.PH 718.
Greek Monolingual
γυιοβαρής, -ές (Α)
αυτός που βαραίνει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -βαρής < βάρος (πρβλ. οινοβαρής, χαλκοβαρής)].
Greek Monotonic
γυιοβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που βαραίνει τα μέλη, σε Αισχύλ.