γραῖα: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[γριά]]. | |mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[γριά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γραῖα:''' Ιων. [[γραίη]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ηλικιωμένη [[γυναίκα]], θηλ. του [[γραῦς]], [[γέρων]], (βλ. γεραιά), σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.· <i>γραῖαι δαίμονες</i>, λέγεται για τις Ευμενίδες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ. στις πλάγιες πτώσεις, φθαρμένος, μαραμένος, στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Γραῖαι</i>, <i>αἱ</i>, κόρες του Φόρκυος και της Κητούς, με όμορφα πρόσωπα, [[αλλά]] γκρίζα μαλλιά ήδη από τη γέννησή τους, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 30 December 2018
English (LSJ)
late Poet. nom. γραίη, Dor. γραία (only gen. sg. in Hom.), ἡ,
A old woman, Od.1.438, S.Tr.870, E.Tr.465, al.: as Adj., γραῖαι δαίμονες, of the Eumenides, A.Eu.150 (lyr.), cf. 69. 2 as Adj., of things, old, γραίας ἐρείκης Id.Ag.295; γραίας ἀκάνθης S.Fr.868; γραῖαν ὠλένην E.Ion1213; γραίᾳ χερί Id.Hec.877; γραιᾶν πηρᾶν Theoc.15.19; σταφυλὴ γραίη raisins, AP6.231 (Phil.). 3 Γραῖαι, αἱ, the Graiae, with hair grey from their birth, Hes.Th.270, prob. in A.Fr.262. II = γραῦς 11, scum or skin which forms over boiled milk, etc., Arist.Pr.893b32. III folds of skin below the navel, Ruf. Onom.99, Poll.2.170. IV = γραῦς 111, sea-crab, Epich.61. V = κάρδοπος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 503] ἡ (γεραιά), die Alte, das alte Weib, Hom. einmal, Odyss. 1, 438 γραίης, var. lect. γρηός, s. Scholl.; Soph. Tr. 870 γραῖα; Ar. Th. 1024; Eur. öfter; auch Plat. Lys. 205 d; adj., γραῖα μήτηρ Eur Heracl. 584; Phoen. 1443; γυναῖκες Hec. 323; γραῖαι παλαιαὶ παῖδες Aesch. Eum. 68; vgl. Theocr. 6, 40. 7, 126; übertr., γρ. ἐρείκη Aesch. Ag. 290; ἄκανθα Soph. frg. 748; vgl. γραῖος u. Nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
γραῖα: Ἰων. καὶ Ἐπ. γραίη,ἡ,παρ᾿ ἡμῖν«γρῃά», θηλ. τοῦ γέρων (ἴδε γεραιά), Ὀδ. Α.438,Σοφ. Τρ.870,συχν. παρ᾿ Εὐρ. ὡσαύτως μετ᾿ οὐσιαστ.,γραῖαι δαίμονες , ἐπὶ τῶν Εὐμενίδων ,Αἰσχύλ. Εὐμ. 150, πρβλ. 69. 2) ὡς ἐπίθ. ἐν ταῖς πλαγ. πτώσεσι (πρβλ. γέρων) ,ἐπὶ πραγμάτων , παλαιός,γραίας ἐρείκης ὁ αὐτ.Ἀγ. 295· γραίας ἀκάνθας Σοφ. Ἀποσπ.748· γραῖαν ὠλένην Εὐρ. Ἴωνι 1213· γραίᾳ χερὶ ὁ αὐτ .Ἑκ. 877· γραῖαν πηρᾶν Θεόκρ. 15. 19, πρβλ. W üstem. εἰς 7.126(ἔνθα γραία). 3) Γραῖαι ,αἱ,θυγατέρες τοῦ Φόρκυος καὶ τῆς Κητοῦς ἔχουσαι καλὰ μὲν πρόσωπα,ἀλλὰ κόμην πολιὰν ἐκ γενετῆς ,Ἡσ. Θ.270· ἦσαν δὲ αἱ φύλακες τῶν Γοργόνων , Αἰσχύλ. Ἀποσπ.253· πρβλ. Herm.Opusc. 6.1,168. ΙΙ.ὡς τὸ γραῦς ΙΙ,ὁ ἀφρὸς ἢ ἡ «τσίπα», ἥτις σχηματίζεται κατὰ τὴν βράσιν γάλακτος, χονδροαλεσμένου σίτου κ.τ.τ. ,Ἀριστ. Προβλ. 10.27,1. ΙΙΙ.καρκίνος τις θαλάσσιος,Ἐπίχαρμ.33 Ahr.
French (Bailly abrégé)
ας;
vieux, vieille ; ἡ γραῖα vieille femme.
Étymologie: fém. de *γραῖος, c. γεραιός ; cf. γραῦς.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
η
βλ. γριά.
Greek Monotonic
γραῖα: Ιων. γραίη, ἡ,
I. 1. ηλικιωμένη γυναίκα, θηλ. του γραῦς, γέρων, (βλ. γεραιά), σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.· γραῖαι δαίμονες, λέγεται για τις Ευμενίδες, σε Αισχύλ.
2. ως επίθ. στις πλάγιες πτώσεις, φθαρμένος, μαραμένος, στον ίδ., σε Ευρ.
II. Γραῖαι, αἱ, κόρες του Φόρκυος και της Κητούς, με όμορφα πρόσωπα, αλλά γκρίζα μαλλιά ήδη από τη γέννησή τους, σε Ησίοδ.