δασύκνημος: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δασύκνημος]], -ον<br />Α και δωρ. τ. δασύκναμος, -ον)<br />αυτός που έχει κνήμες με πυκνές [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]] «η [[γάμπα]]»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δασύκνημος]], -ον<br />Α και δωρ. τ. δασύκναμος, -ον)<br />αυτός που έχει κνήμες με πυκνές [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]] «η [[γάμπα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δᾰσύκνημος:''' -ον ([[κνήμη]]), αυτός που έχει τριχωτά πόδια, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσῠκνημος Medium diacritics: δασύκνημος Low diacritics: δασύκνημος Capitals: ΔΑΣΥΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: dasýknēmos Transliteration B: dasyknēmos Transliteration C: dasyknimos Beta Code: dasu/knhmos

English (LSJ)

Dor. -κναμος, ον,

   A shaggy-legged, Πάν AP6.32 (Agath.); γέρων Nonn.D.13.45.

German (Pape)

[Seite 524] mit dichtbehaarten Schenkeln, Πάν Agath. 29 (VI, 32); Σείληνες Nonn. D. 13, 45.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύκνημος: -ον, ὁ ἔχων δασείας, κεκαλυμμένας διὰ τριχῶν κνήμας, Ἀνθ. Π. 6. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux jambes velues.
Étymologie: δασύς, κνήμη.

Spanish (DGE)

(δᾰσύκνημος) -ον

• Alolema(s): dór. -κνᾱμος AP 6.32 (Agath.)
de pantorrillas velludas Πάν AP l.c., γενέθλη de los Silenos, Nonn.D.13.45
velludo Πᾶνες ... ποσσὶ δασυκνήμοισι περισκαίροντες Nonn.D.9.203.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύκνημος, -ον
Α και δωρ. τ. δασύκναμος, -ον)
αυτός που έχει κνήμες με πυκνές τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + -κνημος < κνήμη «η γάμπα»].

Greek Monotonic

δᾰσύκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει τριχωτά πόδια, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.