γωνιώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[γωνιώδης]], -ες)<br />ο [[γωνιοειδής]].
|mltxt=-ες (AM [[γωνιώδης]], -ες)<br />ο [[γωνιοειδής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γωνιώδης:''' -ες ([[γωνία]], [[εἶδος]]), αυτός που σχηματίζει [[γωνία]], [[γωνιακός]], αυτός που μοιάζει με [[γωνία]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιώδης Medium diacritics: γωνιώδης Low diacritics: γωνιώδης Capitals: ΓΩΝΙΩΔΗΣ
Transliteration A: gōniṓdēs Transliteration B: gōniōdēs Transliteration C: goniodis Beta Code: gwniw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A angular, Th.8.104; at a sharp angle, διαστροφή Hp. Art.47.

German (Pape)

[Seite 512] ες, = γωνιοειδής, Thuc. 8, 104; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιώδης: -ες, (εἶδος) γωνιακός, ὅμοιος γωνίᾳ, Θουκ. 8. 104· ἔχων ἢ σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν, διαστροφὴ Ἱππ. Ἄρθρ. 812.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de forme angulaire.
Étymologie: γωνία, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
angular περιβολή Th.8.104, διαστροφή Hp.Art.47, ἐκκοπαί Procop.Gaz.M.87.645C, ἐξοχὴ γ. un saliente formando esquina en la muralla, Eust.1082.27
op. σφαιροειδής anguloso, con aristas de la forma de un nido de pájaros οὐ γωνιῶδες Plu.2.966e.

Greek Monolingual

-ες (AM γωνιώδης, -ες)
ο γωνιοειδής.

Greek Monotonic

γωνιώδης: -ες (γωνία, εἶδος), αυτός που σχηματίζει γωνία, γωνιακός, αυτός που μοιάζει με γωνία, σε Θουκ.