διασκηρίπτω: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(big3_11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[sostener]], [[servir de apoyo]] τό (δρυὸς ξύλον) μιν διεσκήριπτε τὴν τετρωμένην <i>AP</i> 6.203 (Laco o Phil.), cf. Sud.s.u. διεσκήριπτεν.
|dgtxt=[[sostener]], [[servir de apoyo]] τό (δρυὸς ξύλον) μιν διεσκήριπτε τὴν τετρωμένην <i>AP</i> 6.203 (Laco o Phil.), cf. Sud.s.u. διεσκήριπτεν.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διασκηρίπτω:''' [[στηρίζω]] [[εκατέρωθεν]], [[υποστηρίζω]], υποστηλώνω, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκηρίπτω Medium diacritics: διασκηρίπτω Low diacritics: διασκηρίπτω Capitals: ΔΙΑΣΚΗΡΙΠΤΩ
Transliteration A: diaskēríptō Transliteration B: diaskēriptō Transliteration C: diaskiripto Beta Code: diaskhri/ptw

English (LSJ)

   A prop on each side, prop up, AP6.203 (Laco or Phil.).

German (Pape)

[Seite 602] stützen, Philp. 9 (VI, 203).

Greek (Liddell-Scott)

διασκηρίπτω: ἑκατέρωθεν στηρίζω, ὑποστηρίζω, Ἀνθ. Π. 6. 203.

French (Bailly abrégé)

étayer.
Étymologie: διά, σκηρίπτω.

Spanish (DGE)

sostener, servir de apoyo τό (δρυὸς ξύλον) μιν διεσκήριπτε τὴν τετρωμένην AP 6.203 (Laco o Phil.), cf. Sud.s.u. διεσκήριπτεν.

Greek Monotonic

διασκηρίπτω: στηρίζω εκατέρωθεν, υποστηρίζω, υποστηλώνω, σε Ανθ.