γλυκυθυμία: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(8) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[γλυκυθυμία]]) [[γλυκύθυμος]]<br />η [[ροπή]] της ψυχής [[προς]] τα ευχάριστα και τα ηδονικά<br /><b>αρχ.</b><br />η ήρεμη ψυχική [[διάθεση]], η [[προσήνεια]]. | |mltxt=η (AM [[γλυκυθυμία]]) [[γλυκύθυμος]]<br />η [[ροπή]] της ψυχής [[προς]] τα ευχάριστα και τα ηδονικά<br /><b>αρχ.</b><br />η ήρεμη ψυχική [[διάθεση]], η [[προσήνεια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γλῠκῠθῡμία:''' ἡ, [[γλυκύτητα]] πνεύματος· [[καλοσύνη]], [[φιλανθρωπία]], αγαθή [[διάθεση]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A sweetness of mind, γ. πρὸς τὰς ἡδονάς readiness to indulge... opp. τὸ καρτερεῖν, Pl.Lg.635c, cf. Plu.2.476d. II kindly disposition, Id.Them.10, Id.2.970b; πρός τινα Sammelb.4630.8 (ii A. D.). III pleasantness, Iamb.Myst.5.11.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτης πνεύματος, γλ. πρὸς τὰς ἡδονάς, ἑτοιμότης ἢ προθυμία τοῦ νὰ παραδοθῇ τις … , ἀντίθ. τῷ ἐγκράτεια, Πλατ. Νόμ. 635D. II. ἀγαθὴ διάθεσις, ἀγαθότης ψυχῆς, εὐμένεια, Πλούτ. Θεμ. 10, ὁ αὐτ. 2. 970B.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
douceur de caractère, bienveillance.
Étymologie: γλυκύθυμος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 complacencia πρὸς τὰς ἡδονάς op. καρτερεῖν Pl.Lg.635c, πρὸς τὸ ἥδιστον ... ἀναχωροῦσα Plu.2.476d
•voluptuosidad op. ἄλγυνσις Olymp.in Grg.46.9, 47.7, 50.2
•placer producido por sensaciones acústicas y ópticas, Aristid.Quint.59.11.
2 suavidad de carácter Plu.Them.10, 2.970b
•afecto, cariño πρὸς τὸν ἀδελφόν PBremen.p.130.8 (II d.C.).
3 agradable dulzura ὕλης Iambl.Myst.5.11.
Greek Monolingual
η (AM γλυκυθυμία) γλυκύθυμος
η ροπή της ψυχής προς τα ευχάριστα και τα ηδονικά
αρχ.
η ήρεμη ψυχική διάθεση, η προσήνεια.
Greek Monotonic
γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτητα πνεύματος· καλοσύνη, φιλανθρωπία, αγαθή διάθεση, σε Πλούτ.