διαστείχω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαστείχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διαστείχω]] πλούτου» — έχω άφθονα πλούτη.
|mltxt=[[διαστείχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διαστείχω]] πλούτου» — έχω άφθονα πλούτη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαστείχω:''' αόρ. βʹ <i>-έστῐχον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]] ή [[διαβαίνω]], με αιτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πηγαίνω]], [[βαδίζω]] στον δρόμο μου, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστείχω Medium diacritics: διαστείχω Low diacritics: διαστείχω Capitals: ΔΙΑΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: diasteíchō Transliteration B: diasteichō Transliteration C: diasteicho Beta Code: diastei/xw

English (LSJ)

aor. -έστῐχον (v. infr.),

   A go through or across, πόλιν, γύαλα, E.Andr.1090,1092.    2 c. gen., δ. πλούτου walk in ways of wealth, Pi.I.3.17.    3 go one's way, ἀνεγρομένη γε διέστιχε Theoc. 27.69; walk, AP12.85 (Mel.), Coluth.215.

German (Pape)

[Seite 603] durchgehen; πλούτου δ. Pind. I. 3. 17, d. i. sich in Reichthum befinden; auch Nonn. vrbdt es mit dem gen.; πόλιν, durch die Stadt, Eur. Andr. 1091; – Sp.; – übh. = gehen, weggehen, Mel. 20 (XII, 85); Coluth. 215; διέστιχε Theocr. 27, 68.

Greek (Liddell-Scott)

διαστείχω: ἀόρ. -έστῐχον· - διέρχομαιδιαβαίνω, πόλιν, γύαλα Εὐρ. Ἀνδρ. 1090, 1092. 2) μετὰ γεν., δ. πλούτου, ἔχω ἄφθονον πλοῦτον, Πίνδ. Ι. 3, 27. 3) ὑπάγω εἰς τὸν δρόμον μου, «ἐς τὴ δουλειά μου», ἀνεγρομένη γε διέστιχε (ὁ Brunck διαπέστιχε, ὁ δὲ Ahrens σῖγ’ ἔστιχε) Θεόκρ. 27. 67.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διέστιχον;
s’avancer à travers, acc..
Étymologie: διά, στείχω.

English (Slater)

διαστείχω
   1 go through met. make use of c. gen. καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (Hermann: διέστιχον codd.: “malim intellegere οὐ φείσαντο τοῦ πλούτου. de gen. cll. διέπρησσον formula epica, ut ἀπὸ κοινοῦ et ad σύννομοι et ad διέστειχον referre liceat” Schroeder. πλοῦτον ἐκτῶντο Σ.) (I. 3.17)

Spanish (DGE)

I 1tr. recorrer, atravesar c. ac. πόλιν E.Andr.1090, γύαλα E.Andr.1092, ἄλσεα Nonn.D.4.332, κενεῶνα Nonn.D.21.312, c. gen. θαλάμοιο Nonn.D.8.16, 10.66, θαλάσσης Nonn.Par.Eu.Io.6.19.
2 c. gen. hacer uso de, emplear πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις emplearon la riqueza en el arduo ejercicio de las cuadrigas Pi.I.3/4.17b.
II intr.
1 caminar, marchar, andar, AP 12.85 (Mel.), Nonn.D.25.533, Colluth.215, ὠκυτέρῳ ... πεδίλῳ Nonn.Par.Eu.Io.4.28
fig. continuar, proseguir una investigación, abs. Θεῷ πίσυνοι διαστείχωμεν Cyr.Al.M.68.592A.
2 dirigirse, encaminarse ἀνεγρομένη γε διέστιχε μᾶλα νομεύειν levantándose se fue a apacentar sus cabras Theoc.27.69 (cód.), εἰς ῥόον ... Ὠκεανοῖο Nonn.D.12.116, διέστειχεν ὅπῃ βούλοιτο Eun.VS 474.
3 salir de, abandonar c. gen. νεκρὸν ... διαστείχοντα βερέθρου Nonn.Par.Eu.Io.11.42.
4 entrar c. εἰς y ac.: ἐς δόμον Nonn.D.8.188, εἰς μυχὸν ... παρθενεῶνος Nonn.D.6.159
alcanzar, llegar a εἰς πάντας ... διαστείχει βλάβη Cyr.Al.M.68.461C.

Greek Monolingual

διαστείχω (Α)
1. διέρχομαι, διαβαίνω
2. φρ. «διαστείχω πλούτου» — έχω άφθονα πλούτη.

Greek Monotonic

διαστείχω: αόρ. βʹ -έστῐχον·
1. διέρχομαι ή διαβαίνω, με αιτ., σε Ευρ.
2. πηγαίνω, βαδίζω στον δρόμο μου, σε Θεόκρ.