διασφάλλω: Difference between revisions
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διασφάλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ν' αποτύχει εντελώς<br /><b>2.</b> διασφάλλομαι, [[αποτυγχάνω]]. | |mltxt=[[διασφάλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ν' αποτύχει εντελώς<br /><b>2.</b> διασφάλλομαι, [[αποτυγχάνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διασφάλλω:''' μέλ. <i>-σφᾰλῶ</i>, [[ανατρέπω]] εντελώς, σε Λουκ. — Παθ., απογοητεύομαι από, <i>τινός</i>, σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A overturn utterly, τὴν τέχνην Luc.Abd.17:—Pass., to fail of, be disappointed of, τινός Aeschin.2.35,3.91, D.S.20.10; τῇ προνοία, ἐν πράξεσι, Plb.5.81.7,4.14.3, cf. Arist.Ath.19.3; πάντα δ. Vett.Val.116.34.
German (Pape)
[Seite 605] verstärktes simplex; τὴν τέχνην Luc. Abdic. 17; διασφαλῆναι τῆς συμμαχίας Aesch. 3, 91; vgl. 2, 35; τῆς ἀληθείας D. Sic. 20, 10.
Greek (Liddell-Scott)
διασφάλλω: ἐντελῶς ἀνατρέπω, ποιῶ τινα παντάπασι σφαλῆναι καὶ ἀποτυχεῖν, τὴν τέχνην Λουκ. Ἀποκηρυττ. 17. - Παθ., ἀποτυγχάνω ἐντελῶς, τινὸς Αἰσχίν. 33. 2., 66. 34, Διόδ. 20. 10.
French (Bailly abrégé)
ao.2 Pass. διεστάλην;
1 bouleverser profondément, acc.;
2 faire faire fausse route ; Pass. faire fausse route : δ. συμμαχίας ESCHN être frustré d’une alliance, la manquer.
Étymologie: διά, σφάλλω.
Spanish (DGE)
I echar por tierra, hacer fracasar, frustrar τι μικρὸν ἁμάρτημα ... τὴν τέχνην διέσφηλε un pequeño error echó por tierra toda la ciencia ref. a la medicina, Luc.Abd.17
•fig. trastornar, alterar δ[ια] σφάλλει νόον el beber Trag.Adesp.90S.
II intr., en v. med.-pas.
1 c. suj. de pers. fracasar en, fallar en, equivocarse en c. gen. διασφαλῆναι τῆς ... συμμαχίας Aeschin.3.91, cf. 2.35, οὐ διεσφάλη τῆς ἐπιβολῆς Plb.3.81.12, cf. 5.36.1, πολὺ δὲ διεσφάλησαν τῆς ἀληθείας D.S.20.10, τῶν ἐλπίδων D.S.15.63, 18.51, c. dat. τῇ προνοίᾳ Plb.5.81.7, c. ἐν y dat. ἔν τε γὰρ τοῖς ἄλλοις οἷς ἔπραττον διεσφάλλοντο Arist.Ath.19.3, ἐν πράξεσι Plb.4.14.3, c. ac. de rel. μὴ πάντα διασφάλλεσθαι Vett.Val.111.13
•sin rég. errar, equivocarse σπανίως ἂν διασφάλλοιτο rara vez se equivocaría Plb.6.9.11.
2 c. suj. de abstr. ser falso θεοῦ ἡ φωνὴ ... οὐ διασφαλήσεται Basil.M.31.633A, εἰ μὴ διέσφαλται τὸ ... Didym.M.39.897A, συμβαίνει ... διεσφάλθαι τὸν ὅρον sucede que la definición es falsa Nemes.Nat.Hom.M.40.684C.
Greek Monolingual
διασφάλλω (Α)
1. κάνω κάτι ν' αποτύχει εντελώς
2. διασφάλλομαι, αποτυγχάνω.
Greek Monotonic
διασφάλλω: μέλ. -σφᾰλῶ, ανατρέπω εντελώς, σε Λουκ. — Παθ., απογοητεύομαι από, τινός, σε Αισχίν.