Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διεκπεράω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(big3_11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[recorrer hasta salir de, superar o dejar atrás]], [[cruzar]], [[atravesar]] en el espacio, esp. c. ac. de ext. o accidentes geog. Ἡρακλέας στήλας διεκπερήσαντες ἀπίκοντο ἐς Ταρτησσόν Hdt.4.152, τὴν ἄνυδρον Hdt.3.4, τὸν ποταμόν Hdt.5.52, Ἀχέροντα ... ἐρετμοῖς A.R.2.901, ᾗ νηὶ διὲξ ἁλὸς οἶδμα περήσας A.R.4.457, ταῦτα (montañas, valles y bosques), Artem.2.28, ταχὺ διεκπερῶσα ἡ τροφή (el intestino), Pl.<i>Ti</i>.73a, τὸν πολὺν τῶν συμπτώσεων διεκπερῶσαι κυδοιμόν atravesando (los átomos) el descomunal tumulto de las colisiones</i> Dion.Alex.<i>Fr</i>.4, c. ac. y gen. Κυανέας Πόντοιο διὲκ πέτρας ἐπέρησαν salieron del Ponto atravesando las rocas Cianeas</i> A.R.4.304<br /><b class="num">•</b>en el tiempo (τὸν βίον) E.<i>Supp</i>.954, ὅλην βιότοιο ... ἀταρπόν Orác. en Iul.<i>Ep</i>.89b.297d, τί ταῦτα [[δεῖ]] στένειν ἅπερ [[δεῖ]] κατὰ φύσιν δ. E.<i>Fr.Hyps</i>.107.927, en v. pas. πρὶν αὐτῷ παντελῶς ... [[βίος]] διεκπεραθῇ S.<i>Fr</i>.646.3.<br /><b class="num">2</b> c. ac. plu. de cosas contables [[pasar entre]] πολλῶν θύμων ῥίζας Ar.<i>Pl</i>.282.<br /><b class="num">II</b> intr. [[pasar]], [[atravesar]] εἰς ... Φωκέων χθόνα A.<i>Pers</i>.485, διὰ μέσου τῶν πολεμίων D.S.12.43.
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[recorrer hasta salir de, superar o dejar atrás]], [[cruzar]], [[atravesar]] en el espacio, esp. c. ac. de ext. o accidentes geog. Ἡρακλέας στήλας διεκπερήσαντες ἀπίκοντο ἐς Ταρτησσόν Hdt.4.152, τὴν ἄνυδρον Hdt.3.4, τὸν ποταμόν Hdt.5.52, Ἀχέροντα ... ἐρετμοῖς A.R.2.901, ᾗ νηὶ διὲξ ἁλὸς οἶδμα περήσας A.R.4.457, ταῦτα (montañas, valles y bosques), Artem.2.28, ταχὺ διεκπερῶσα ἡ τροφή (el intestino), Pl.<i>Ti</i>.73a, τὸν πολὺν τῶν συμπτώσεων διεκπερῶσαι κυδοιμόν atravesando (los átomos) el descomunal tumulto de las colisiones</i> Dion.Alex.<i>Fr</i>.4, c. ac. y gen. Κυανέας Πόντοιο διὲκ πέτρας ἐπέρησαν salieron del Ponto atravesando las rocas Cianeas</i> A.R.4.304<br /><b class="num">•</b>en el tiempo (τὸν βίον) E.<i>Supp</i>.954, ὅλην βιότοιο ... ἀταρπόν Orác. en Iul.<i>Ep</i>.89b.297d, τί ταῦτα [[δεῖ]] στένειν ἅπερ [[δεῖ]] κατὰ φύσιν δ. E.<i>Fr.Hyps</i>.107.927, en v. pas. πρὶν αὐτῷ παντελῶς ... [[βίος]] διεκπεραθῇ S.<i>Fr</i>.646.3.<br /><b class="num">2</b> c. ac. plu. de cosas contables [[pasar entre]] πολλῶν θύμων ῥίζας Ar.<i>Pl</i>.282.<br /><b class="num">II</b> intr. [[pasar]], [[atravesar]] εἰς ... Φωκέων χθόνα A.<i>Pers</i>.485, διὰ μέσου τῶν πολεμίων D.S.12.43.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διεκπεράω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> και <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διαπερνώ]] εντελώς, [[διαπερνώ]] [[ανάμεσα]], με αιτ., σε Ηρόδ.· [[διασχίζω]], [[διέρχομαι]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[αντιπαρέρχομαι]], [[παραβλέπω]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπεράω Medium diacritics: διεκπεράω Low diacritics: διεκπεράω Capitals: ΔΙΕΚΠΕΡΑΩ
Transliteration A: diekperáō Transliteration B: diekperaō Transliteration C: diekperao Beta Code: diekpera/w

English (LSJ)

   A pass out through, c. acc., τὰς Ἡρακλέας στήλας Hdt.4.152; δ. τὴν ἄνυδρον pass quite through it, Id.3.4; τὸν ποταμόν Id.5.52; βίον E.Supp.954; traverse, ἀταρπόν Orac. ap. Jul.Ep.89b.    2 abs., δ. ἐς χθόνα A. Pers.485; of food, like διαχωρέω, Pl.Ti.73a.    II pass by, overlook, Ar.Pl.283, v. Sch.

German (Pape)

[Seite 618] (s. περάω), 1) ganz hindurchgehen; τὴν ἄνυδρον Her. 3, 4; τὸν ποταμόν, übersetzen, 5, 52; Ἡρακλέας στήλας, d. i. darüber hinausgehen, 4, 152; εἰς χθόνα Aesch. Pers. 485; übertr., βίον Eur. Suppl. 978; absol., von der Nahrung, Plat. Tim. 73 a; διὰ μέσου τῶν πολεμίων D. Sic. 12, 43. – 2) übergehen, außer Acht lassen, Ar. Plut. 283.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπεράω: μέλλ. -ήσω καὶ -άσω, διαπερῶ ἐντελῶς, μετ’ αἰτ., τὰς Ἡρακλέας στήλας Ἡρόδ. 4. 152˙ δ. τὴν ἄνυδρον, διέρχομαι ἐντελῶς δι’ αὐτῆς, ὁ αὐτ. 3. 4˙ τὸν ποταμὸν ὁ αὐτ. 5. 52˙ βίον Εὐρ. Ἱκέτ. 954. 2) ἀπόλ., δ. ἐς χθόνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 485˙ ἐπὶ τροφῆς, ὡς τὸ διαχωρέω, Πλάτ. Τιμ. 73Α. ΙΙ. παρέρχομαι, παραβλέπω, Ἀριστοφ. Πλ. 283, ἴδε Σχόλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. διεξεπέρησα;
1 passer au-delà, traverser (un fleuve, etc.) acc.;
2 passer le long de, dédaigner.
Étymologie: διά, ἐκπεράω.

Spanish (DGE)

I 1recorrer hasta salir de, superar o dejar atrás, cruzar, atravesar en el espacio, esp. c. ac. de ext. o accidentes geog. Ἡρακλέας στήλας διεκπερήσαντες ἀπίκοντο ἐς Ταρτησσόν Hdt.4.152, τὴν ἄνυδρον Hdt.3.4, τὸν ποταμόν Hdt.5.52, Ἀχέροντα ... ἐρετμοῖς A.R.2.901, ᾗ νηὶ διὲξ ἁλὸς οἶδμα περήσας A.R.4.457, ταῦτα (montañas, valles y bosques), Artem.2.28, ταχὺ διεκπερῶσα ἡ τροφή (el intestino), Pl.Ti.73a, τὸν πολὺν τῶν συμπτώσεων διεκπερῶσαι κυδοιμόν atravesando (los átomos) el descomunal tumulto de las colisiones Dion.Alex.Fr.4, c. ac. y gen. Κυανέας Πόντοιο διὲκ πέτρας ἐπέρησαν salieron del Ponto atravesando las rocas Cianeas A.R.4.304
en el tiempo (τὸν βίον) E.Supp.954, ὅλην βιότοιο ... ἀταρπόν Orác. en Iul.Ep.89b.297d, τί ταῦτα δεῖ στένειν ἅπερ δεῖ κατὰ φύσιν δ. E.Fr.Hyps.107.927, en v. pas. πρὶν αὐτῷ παντελῶς ... βίος διεκπεραθῇ S.Fr.646.3.
2 c. ac. plu. de cosas contables pasar entre πολλῶν θύμων ῥίζας Ar.Pl.282.
II intr. pasar, atravesar εἰς ... Φωκέων χθόνα A.Pers.485, διὰ μέσου τῶν πολεμίων D.S.12.43.

Greek Monotonic

διεκπεράω: μέλ. -ήσω και -άσω,
I. διαπερνώ εντελώς, διαπερνώ ανάμεσα, με αιτ., σε Ηρόδ.· διασχίζω, διέρχομαι, σε Αισχύλ.
II. αντιπαρέρχομαι, παραβλέπω, σε Αριστοφ.