δολιόφρων: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δολιόφρων]] (-ονος), ο, η (AM)<br />[[δόλιος]], [[δολερός]].
|mltxt=[[δολιόφρων]] (-ονος), ο, η (AM)<br />[[δόλιος]], [[δολερός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δολιόφρων:''' ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[πανούργος]] στο [[μυαλό]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολιόφρων Medium diacritics: δολιόφρων Low diacritics: δολιόφρων Capitals: ΔΟΛΙΟΦΡΩΝ
Transliteration A: dolióphrōn Transliteration B: doliophrōn Transliteration C: doliofron Beta Code: dolio/frwn

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ονος,

   A crafty of mind, wily, ποινά A.Ch.947 (lyr.); Κύπρις E.IA 1300.

German (Pape)

[Seite 654] ονος, listiges Sinnes; ποινά Aesch. Ch. 935; Κύπρις Eur. I. A. 1301.

Greek (Liddell-Scott)

δολιόφρων: ὁ, ἡ, πανοῦργος, δόλια φρονῶν, ποινὰ Αἰσχύλ. Χο. 947· Κύπρις Εὐρ. Ι. Α. 1301.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit perfide, fourbe, rusé.
Étymologie: δόλιος, φρήν.

Spanish (DGE)

-ον
engañoso, de mente astuta ποινά A.Ch.947, Κύπρις E.IA 1300, γυνή Rom.Mel.44.ιαʹ.10, glos. a κελαινόφρων Sch.A.Eu.459.

Greek Monolingual

δολιόφρων (-ονος), ο, η (AM)
δόλιος, δολερός.

Greek Monotonic

δολιόφρων: ὁ, ἡ (φρήν), πανούργος στο μυαλό, σε Αισχύλ., Ευρ.