δυσαλγής: Difference between revisions
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσαλγής]], -ές (Α)<br />αυτός που προκαλεί σφοδρούς πόνους. | |mltxt=[[δυσαλγής]], -ές (Α)<br />αυτός που προκαλεί σφοδρούς πόνους. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσαλγής:''' -ές ([[ἄλγος]]), [[επίπονος]], [[επώδυνος]], [[οδυνηρός]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A very painful, A.Ag.1165, Plu.2.106d, Q.S. 14.68.
German (Pape)
[Seite 675] ές, schwere Schmerzen verursachend, sehr schmerzlich; τύχη Aesch. Ag. 1137; Plut. Consol. ad Apollon. p. 328 u. a. Sp., wie Qu. Sm. 7, 625. Bei Hesych. = ἀσυμπαθής, unempfindlich.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαλγής: -ές, λίαν ἀλγεινός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1165, Πλούτ. 2. 106.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui cause une souffrance cruelle.
Étymologie: δυσ-, ἄλγος.
Spanish (DGE)
-ές
1 muy doloroso τύχα A.A.1165, ἕλκωσις Ph.2.100, τὰ ... τοῦ θανάτου Plu.2.106d, τραύματα Plu.2.659d, μόγος Q.S.7.625, κάματος Q.S.14.68, τὸ Ἀλ[εξάν] δριον σχῆμα ... δυ[σαλ] γέστατον Chirurg.Fr.Pap.7.71.
2 cruel Hsch.
Greek Monolingual
δυσαλγής, -ές (Α)
αυτός που προκαλεί σφοδρούς πόνους.
Greek Monotonic
δυσαλγής: -ές (ἄλγος), επίπονος, επώδυνος, οδυνηρός, σε Αισχύλ.