δύσαυλος: Difference between revisions
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δύσαυλος]], -ον (Α)<br />ο [[ακατάλληλος]] για καταυλισμό, για [[εγκατάσταση]].———————— <b>(II)</b><br />[[δύσαυλος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[δύσαυλος]] [[ἔρις]]» — [[δυσάρεστος]] [[ανταγωνισμός]] με αυλούς. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[δύσαυλος]], -ον (Α)<br />ο [[ακατάλληλος]] για καταυλισμό, για [[εγκατάσταση]].———————— <b>(II)</b><br />[[δύσαυλος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[δύσαυλος]] [[ἔρις]]» — [[δυσάρεστος]] [[ανταγωνισμός]] με αυλούς. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δύσαυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), [[αφιλόξενος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, αὐλή)
A bad for lodging, inhospitable, of frost, S.Ant.356 (lyr.).
δῠσ-αυλος ἔρις
A an unhappy contest with the flute (αὐλός), AP9.266 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 676] wobei sich schlecht übernachtet; δυσαύλων πάγων αἰθρία Soph. Ant. 354, die Kälte des Reises, der das Uebernachten unter freiem Himmel unangenehm macht, – Aber ἔρις δύσαυλος Antp. Th. 29 (IX, 266) ist = der unglückliche Flötenstreit.
Greek (Liddell-Scott)
δύσαυλος: -ον, (αὐλὴ) κακός, ἀκατάλληλος πρὸς οἴκησιν ἢ διαμονήν, ἄξενος, πάγοι Σοφ. Ἀντ. 356.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
incommode pour séjourner en plein air ; inhabitable, inhospitalier.
Étymologie: δυσ-, αὐλή.
Spanish (DGE)
-ον
de la mala, tristemente célebre competición de flauta ἔρις la de Atenea y Marsias AP 9.266 (Antip.Thess.).
• Etimología: Cf. αὐλός.
-ον
que no resulta acogedor, inhóspito πάγοι S.Ant.355, οἰκητήρ Lyr.Adesp.67(b).9, cf. S.Fr.96.
• Etimología: Cf. αὐλή.
Greek Monolingual
(I)
δύσαυλος, -ον (Α)
ο ακατάλληλος για καταυλισμό, για εγκατάσταση.———————— (II)
δύσαυλος, -ον (Α)
φρ. «δύσαυλος ἔρις» — δυσάρεστος ανταγωνισμός με αυλούς.
Greek Monotonic
δύσαυλος: -ον (αὐλή), αφιλόξενος, σε Σοφ.