δύσαυλος: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δύσαυλος]], -ον (Α)<br />ο [[ακατάλληλος]] για καταυλισμό, για [[εγκατάσταση]].———————— <b>(II)</b><br />[[δύσαυλος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[δύσαυλος]] [[ἔρις]]» — [[δυσάρεστος]] [[ανταγωνισμός]] με αυλούς.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δύσαυλος]], -ον (Α)<br />ο [[ακατάλληλος]] για καταυλισμό, για [[εγκατάσταση]].———————— <b>(II)</b><br />[[δύσαυλος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[δύσαυλος]] [[ἔρις]]» — [[δυσάρεστος]] [[ανταγωνισμός]] με αυλούς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσαυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), [[αφιλόξενος]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαυλος Medium diacritics: δύσαυλος Low diacritics: δύσαυλος Capitals: ΔΥΣΑΥΛΟΣ
Transliteration A: dýsaulos Transliteration B: dysaulos Transliteration C: dysavlos Beta Code: du/saulos

English (LSJ)

ον, αὐλή)

   A bad for lodging, inhospitable, of frost, S.Ant.356 (lyr.).
δῠσ-αυλος ἔρις

   A an unhappy contest with the flute (αὐλός), AP9.266 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 676] wobei sich schlecht übernachtet; δυσαύλων πάγων αἰθρία Soph. Ant. 354, die Kälte des Reises, der das Uebernachten unter freiem Himmel unangenehm macht, – Aber ἔρις δύσαυλος Antp. Th. 29 (IX, 266) ist = der unglückliche Flötenstreit.

Greek (Liddell-Scott)

δύσαυλος: -ον, (αὐλὴ) κακός, ἀκατάλληλος πρὸς οἴκησιν ἢ διαμονήν, ἄξενος, πάγοι Σοφ. Ἀντ. 356.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
incommode pour séjourner en plein air ; inhabitable, inhospitalier.
Étymologie: δυσ-, αὐλή.

Spanish (DGE)

-ον
de la mala, tristemente célebre competición de flauta ἔρις la de Atenea y Marsias AP 9.266 (Antip.Thess.).

• Etimología: Cf. αὐλός.
-ον
que no resulta acogedor, inhóspito πάγοι S.Ant.355, οἰκητήρ Lyr.Adesp.67(b).9, cf. S.Fr.96.

• Etimología: Cf. αὐλή.

Greek Monolingual

(I)
δύσαυλος, -ον (Α)
ο ακατάλληλος για καταυλισμό, για εγκατάσταση.———————— (II)
δύσαυλος, -ον (Α)
φρ. «δύσαυλος ἔρις» — δυσάρεστος ανταγωνισμός με αυλούς.

Greek Monotonic

δύσαυλος: -ον (αὐλή), αφιλόξενος, σε Σοφ.