δυσοίζω: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσοίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λυπάμαι]], στενοχωριέμαι<br /><b>2.</b> [[φοβάμαι]].
|mltxt=[[δυσοίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λυπάμαι]], στενοχωριέμαι<br /><b>2.</b> [[φοβάμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσοίζω:''' [[λυπάμαι]], στενοχωριέμαι, σε Ευρ.· [[δυσοίζω]] φόβῳ, [[τρέμω]] από φόβο [[μπροστά]] σε [[κάτι]], με αιτ., σε Αισχύλ. (το [[οἴζω]] σχηματίζεται από το <i>οἶ</i> ωχ! όπως το [[οἰμώζω]] από το <i>οἴμαι</i>).
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσοίζω Medium diacritics: δυσοίζω Low diacritics: δυσοίζω Capitals: ΔΥΣΟΙΖΩ
Transliteration A: dysoízō Transliteration B: dysoizō Transliteration C: dysoizo Beta Code: dusoi/zw

English (LSJ)

(aor.

   A ἐδύσοιξα Hsch.), to be distressed, E.Rh.724 (lyr.); fear, tremble at, οὔτοι δυσοίζω θάμνον ὡς ὄρνις φόβῳ A.Ag.1316:— Med., fear, E.Rh.805. (Lacon. acc. to Hsch.)

German (Pape)

[Seite 685] (vgl. ὀϊζύς, von οὶ), sehr betrübt sein, jammern; φόβῳ Aesch. Ag. 1489; vgl. Eur. Rhes. 724. – Med., μηδὲν δυσοίζου πολεμίους δρᾶσαι τάδε, fürchte nicht, Eur. Rhes. 805.

Greek (Liddell-Scott)

δυσοίζω: λυποῦμαι, στενοχωροῦμαι, Εὐρ. Ρήσ. 724· καὶ ἐν τῷ μέσ., φοβοῦμαι, αὐτόθι 805. ΙΙ. ἐν τῷ οὔτοι δυσοίζω θάμνον ὡς ὄρνις φόβῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1316, τὸ δ. φόβῳ φαίνεται = φοβοῦμαι, φοβοῦμαί τι, τρέμω ἐνώπιόν τινος. (Τὸ ἁπλοῦν οἴζω ἀναφέρεται μόνον ὑπὸ Ἀπολλ. Δυσκ. ἐν Α. Β. 538· πρβλ. οἰμώζω ἐκ τοῦ οἵμοι).

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être effrayé, redouter, craindre.
Étymologie: δυσ-, *οἴζω, cf. οἰζύς.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἐδύσοιξα Hsch.ε 537]
lamentar, gemir c. ac. οὔτοι δυσοίζω θάμνον ὡς ὄρνις φόβῳ no gimo por miedo, como un pájaro ante un matorral A.A.1316, cf. E.Rh.724, tb. en v. med. μηδὲν δυσοίζου E.Rh.724, cf. Hsch.

• Etimología: Comp. sobre δύσοικτος.

Greek Monolingual

δυσοίζω (Α)
1. λυπάμαι, στενοχωριέμαι
2. φοβάμαι.

Greek Monotonic

δυσοίζω: λυπάμαι, στενοχωριέμαι, σε Ευρ.· δυσοίζω φόβῳ, τρέμω από φόβο μπροστά σε κάτι, με αιτ., σε Αισχύλ. (το οἴζω σχηματίζεται από το οἶ ωχ! όπως το οἰμώζω από το οἴμαι).