ἐγκαθιδρύω: Difference between revisions
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐγκαθιδρύω]])<br />[[ιδρύω]], [[στήνω]], [[τοποθετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για θεσμούς, πολιτεύματα <b>κ.λπ.</b>) [[ιδρύω]], [[θέτω]] σε [[λειτουργία]]. | |mltxt=(AM [[ἐγκαθιδρύω]])<br />[[ιδρύω]], [[στήνω]], [[τοποθετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για θεσμούς, πολιτεύματα <b>κ.λπ.</b>) [[ιδρύω]], [[θέτω]] σε [[λειτουργία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγκαθιδρύω:''' μέλ. -ήσω [ῡ], [[εγείρω]], [[ιδρύω]], [[στήνω]], [[τοποθετώ]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῡ],
A erect or set up in, ἄγαλμα ἐ. χθονί E.IT978, cf. Ath.11.473b, J.BJ2.13.7:—Pass., Philox.3.5 codd. Ath., Arist. Mu.397b27, Hld.5.13.
German (Pape)
[Seite 703] (s. ἱδρύω), darin aufstellen; ἄγαλμα Ἀθηνῶν χθονί Eur. I. T. 978; von Bildsäulen auch med., Poll. 1, 11; pass., darin seinen Sitz haben, κορυφῇ οὐρανοῦ Arist. mund. 6, u. a. Sp.; vgl. Philoxen. bei Ath. XIV, 643 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαθιδρύω: μέλλ. -ύσω ῡ, ἐγείρω ἢ στήνω, ἱδρύω, ἀνιδρύω, τοποθετῶ, ἄγαλμα ἐγκ. χθονὶ Εὐρ. Ι. Τ. 978: - Παθ., Φιλόξ. ἐν Κωμ. Ἕλλ. 3, σ. 636, Ἀριστ. Κόσμ. 6. 5.
French (Bailly abrégé)
établir ou ériger sur, τινι.
Étymologie: ἐν, καθιδρύω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-]
1 de estatuas y construcciones erigir ἄγαλμ' Ἀθηνῶν τ' ἐγκαθιδρῦσαι χθονί E.IT 978, τὰς εἰκόνας I.BI 2.197, ἀνδριάντας καὶ ναούς I.BI 2.266, cf. 185, Poll.1.11.
2 c. ἐν y dat. o sólo dat. colocar encima ἀγγεῖον ... ἐν ᾧ τοὺς κτησίους Δίας ἐγκαθιδρύουσιν Ath.473b, en v. pas. ταῖς δ' ἐν μέσαισιν ἐγκαθιδρύθη μέγα χάρμα βροτοῖς Philox.Leuc.836(e) 5
•fig. colocar en sede superior τοιοῦτον ... ἐν ἀρχιερατικοῖς ἐγκαθιδρύσατε θώκοις Thdt.HE 4.6.7, en v. pas., de la divinidad «ἀκροτάτῃ κορυφῇ» τοῦ σύμπαντος ἐγκαθιδρυμένος οὐρανοῦ Arist.Mu.397b27
•colocar entre τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ... ψυχὰς ... ἄστροις ἐγκαθιδρεύει (el éter) coloca entre los astros las almas de los buenos I.BI 6.47, τὸν υἱὸν τοῖς κοιλοτέροις Gr.Nyss.Eun.1.1.165.
3 en perf. med.-pas. c. suj. concr. estar situado, estar instalado μέσῳ δ' αὐτῷ ἡ καρδίη ἐγκαθίδρυται Hp.Anat.2, φθέγμα ... ταῖς ἐμαῖς ἀκοαῖς ἐγκαθιδρυμένον Iul.Or.2.123, cf. Ath.Al.M.27.221
•de entidades abstr. y divinidades residir, tener la sede ἑνὶ τόπῳ ἐγκαθιδρυμένος Ἑλληνικὸς θεός Origenes Cels.1.70, Τύχαι ... ἐγκαθίδρυνται δὲ δικαίως ταῖς πόλεσιν Lib.Descr.25.1, ἔνθα δὴ τὰς Χάριτας ἐγκαθιδρυμένας πάρεστι προσκυνεῖν Aristaenet.1.1.18
•ser intrínseco δύναμις αὐτῇ ... ἐγκαθίδρυται hay en ella (la amatista) una cualidad intrínseca Hld.5.13.4.
Greek Monolingual
(AM ἐγκαθιδρύω)
ιδρύω, στήνω, τοποθετώ
νεοελλ.
(για θεσμούς, πολιτεύματα κ.λπ.) ιδρύω, θέτω σε λειτουργία.
Greek Monotonic
ἐγκαθιδρύω: μέλ. -ήσω [ῡ], εγείρω, ιδρύω, στήνω, τοποθετώ, σε Ευρ.