ἐγρηγορόων: Difference between revisions
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
(Autenrieth) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=as if [[from]] [[ἐγρηγοράω]]: [[remaining]] [[awake]], Il. 10.182†. | |auten=as if [[from]] [[ἐγρηγοράω]]: [[remaining]] [[awake]], Il. 10.182†. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγρηγορόων:''' Επικ. μτχ., όπως αν προερχόταν από ενεστ. [[ἐγρηγοράω]] (= <i>ἐγείρομαι</i>), [[άγρυπνος]], σε [[εγρήγορση]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. part.,
A watching, awake, Od.20.6.
German (Pape)
[Seite 712] (wie von ἐγρηγοράω, aus ἐγρήγορα abgeleitet), wachend, Od. 20, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγρηγορόων: Ἐπ. μετοχ. ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. ἐγρηγοράω (ἴδε ἐγείρω), ἀγρυπνῶν, ἄγρυπνος, Ὀδ. Υ. 6.
French (Bailly abrégé)
v. ἐγρηγοράω.
English (Autenrieth)
as if from ἐγρηγοράω: remaining awake, Il. 10.182†.
Greek Monotonic
ἐγρηγορόων: Επικ. μτχ., όπως αν προερχόταν από ενεστ. ἐγρηγοράω (= ἐγείρομαι), άγρυπνος, σε εγρήγορση, σε Ομήρ. Οδ.