εἰσέρπω: Difference between revisions
(10) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰσέρπω]] (Α)<br />[[έρπω]] [[μέσα]]. | |mltxt=[[εἰσέρπω]] (Α)<br />[[έρπω]] [[μέσα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰσέρπω:''' αόρ. αʹ <i>εἰσείρπῠσα</i>, έρπω μέσα, [[εισέρχομαι]] με την [[κοιλιά]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
aor. εἰσείρπῠσα,
A to go into, ἐσέρπει ἐς ἄνθρωπον ψυχή Hp. Vict.1.7, cf. Plu.Cleom.8; ἐς τὸ ἱερὸν μὴ ἐσέρπεν (Dor. inf.) IG12(3).183(Astypalaea, iv/iii B.C.); διὰ τοῦ στομίου Luc.DMort.3.2: c. dat., φθόνος βραχέσιν εἰσερπύσας χωρίοις Ph.2.553.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσέρπω: ἀόρ. εἰσείρπῠσα, ἕρπω ἐντός, Ἱππ. 343, κτλ., Πλουτ. Κλεομ. 8.
French (Bailly abrégé)
aller dans.
Étymologie: εἰς, ἕρπω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hp.Vict.1.6, 7, Ael.NA 5.52
• Morfología: [dór. pres. inf. ἐσέρπεν IG 12(3).183 (Astipalea IV/III a.C.)]
introducirse, deslizarse hacia dentro c. εἰς y ac. ἐς ἄνθρωπον ψυχή Hp.Vict.1.7, cf. 25, ταῦτα δὲ καθαρὰ ἐσέρπειν ἐς τὸ σῶμα Hp.Vict.4.92, ἐς τὸ ἱερὸν μὴ ἐσέρπεν ὅστις μὴ ἁγνός ἐστι prohibida la entrada en el santuario a quien no sea puro, IG l.c., εἰς ὃ (ἠθμόν) αἱ πορφύραι καὶ τὰ κογχύλια εἰσέρπουσιν Hdn.Gr.1.168, μύρμηκας ... εἰς τὸ στόμα Ael.VH 12.45
•c. ac. ἀσπίδες ... τοὺς ὄχθους Ael.l.c.
•c. dat. loc. τὸ τῶν βατράχων γένος ... τοῖς οἴκοις Gr.Nyss.V.Mos.52.24.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
εἰσέρπω: αόρ. αʹ εἰσείρπῠσα, έρπω μέσα, εισέρχομαι με την κοιλιά, σε Πλούτ.