ἐλλιμενίζω: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐλλιμενίζω]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[οδηγώ]] [[πλοίο]] [[μέσα]] σε [[λιμάνι]] και το [[προσορμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ελλιμενίζομαι</i><br />(για [[πλοίο]]) [[αγκυροβολώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισπράττω]] τον λιμενικό [[φόρο]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[μπαίνω]] στο [[λιμάνι]], [[αγκυροβολώ]]. | |mltxt=(AM [[ἐλλιμενίζω]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[οδηγώ]] [[πλοίο]] [[μέσα]] σε [[λιμάνι]] και το [[προσορμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ελλιμενίζομαι</i><br />(για [[πλοίο]]) [[αγκυροβολώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισπράττω]] τον λιμενικό [[φόρο]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[μπαίνω]] στο [[λιμάνι]], [[αγκυροβολώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλλιμενίζω:''' (ἐν, [[λιμήν]]), [[εισπράττω]] λιμενικούς φόρους. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A exact harbour-dues, Ar.Fr.455.
German (Pape)
[Seite 801] im Hafen sein, dahin kommen, Sp.; – den Hafenzoll einfordern, einnehmen, Ar. bei Poll. 9, 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλῐμενίζω: εἰσπράττω τὸ ἐλλιμένιον, δηλ. τὸν λιμενικὸν φόρον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 392. ΙΙ. εἰσέρχομαι εἰς τὸν λιμένα, Συνέσ. 166Β.
French (Bailly abrégé)
1 intr. séjourner ou mouiller dans un port;
2 tr. percevoir le droit de séjour dans le port.
Étymologie: ἐν, λιμήν.
Spanish (DGE)
(ἐλλῐμενίζω)
• Grafía: graf. ἐνλ- Hsch.ε 3173
1 recaudar el impuesto portuario ἐλλιμενίζεις ἢ δεκατεύεις Ar.Fr.472, cf. Hsch.l.c.
2 entrar en puerto, fondear κατὰ πρόφασιν ἐμπορίας ἐλλιμενίζοντας D.C.Epit.8.9.5, δεὸν ἡμᾶς ἐ. Synes.Ep.5 (p.20), cf. Sch.Ar.Eq.1367a, Sch.Th.2.91, Sch.Aristid.Or.1.110, Sch.S.OT 423L.
•en v. med.-pas. resguardarse, ser acogido en el puerto las naves, fig. de desgracias encontrar alivio ποῖ ποτε παύσονται καὶ ἐλλιμενισθήσονται (οἱ πόνοι) Sch.A.Pr.178H.
3 encallar, embarrancar Sch.A.A.666a.
Greek Monolingual
(AM ἐλλιμενίζω)
μσν.- νεοελλ.
οδηγώ πλοίο μέσα σε λιμάνι και το προσορμίζω
νεοελλ.
ελλιμενίζομαι
(για πλοίο) αγκυροβολώ
αρχ.
1. εισπράττω τον λιμενικό φόρο
2. (για πλοίο) μπαίνω στο λιμάνι, αγκυροβολώ.