ἐμμετρία: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμμετρία]], η (Α)<br />[[συμμετρία]], [[αναλογία]]. | |mltxt=[[ἐμμετρία]], η (Α)<br />[[συμμετρία]], [[αναλογία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐμμετρία:''' ἡ, αρμόζον ή κατάλληλο μέτρο, [[αναλογία]], [[συμμετρία]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A fit measure, opp. ἀμετρία, Pl.R.486d, Phlb.52c.
German (Pape)
[Seite 808] ἡ, das Ebenmaaß, Plat. Phileb. 52 c; Ggstz von ἀμετρία, Rep. VI, 486 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμετρία: ἡ, προσῆκον μέτρον, ἀναλογία, Πλάτ. Πολ. 486D, Φιλ. 52C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
proportion, juste mesure.
Étymologie: ἔμμετρος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
moderación, mesura Pl.Phlb.52c, R.486d
•ret. proporción τῶν περιόδων D.H.Comp.26.1.
Greek Monolingual
ἐμμετρία, η (Α)
συμμετρία, αναλογία.
Greek Monotonic
ἐμμετρία: ἡ, αρμόζον ή κατάλληλο μέτρο, αναλογία, συμμετρία, σε Πλάτ.