ἐπίβασις: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de marcher vers <i>ou</i> contre, attaque;<br /><b>2</b> moyen d’approcher de, accès ; <i>particul.</i> moyen d’attaquer;<br /><b>3</b> action de marcher sur;<br /><b>4</b> action de monter sur, de saillir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβαίνω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de marcher vers <i>ou</i> contre, attaque;<br /><b>2</b> moyen d’approcher de, accès ; <i>particul.</i> moyen d’attaquer;<br /><b>3</b> action de marcher sur;<br /><b>4</b> action de monter sur, de saillir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίβᾰσις:''' -εως, ἡ ([[ἐπιβαίνω]]), [[ανάβαση]], [[πλησίασμα]]· [[μέσο]] προσέγγισης, [[προσπέλαση]], [[μπάσιμο]], σε Πλάτ.· <i>εἴς τινα ποιεῖσθαι ἐπ</i>., [[βρίσκω]] τρόπο επιθέσεως [[εναντίον]] κάποιου, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A stepping upon, ἐς τὴν ναῦν Luc.Nav.12; advent, Annuario 6/7.417 (Phaselis); αἱ ἐ. τῆς θαλάσσης risings . ., Plb.34.9.6. 2. means of approach, access, ἔχειν ἐ. IG7.167 (Megara); τοῦ νοητοῦ -σεις Plot.6.7.36; ἐ. τοῦ ἐραστοῦ Them.Or.13.163d: hence concretely, rungs, steps, Pl.R.511b(pl.). 3. ἔς τινα ποιεῖσθαι ἐ. make a handle against, a means of attacking one, Hdt.6.61; ἐ. τι τίθεσθαι εἴς τι App.BC1.37; attack, Luc.Hist.Conscr.49; ἀμφισβητούμενον ἢ ἐπίβασιν ἔχον liable to be impugned, IG22.1051a14. 4. getting on one's feet, of a child beginning to walk, Sor.1.114; esp. in recovery after a broken leg, Hp. Fract.18 (pl.); τῇ ἐ. χρῆσθαι Id.Art.58; foothold, in snow, Plb.3.54.5. 5. resting of one thing on another, e.g. of a bone, Hp.Art.51. 6. Rhet., κατ' ἐπίβασιν by gradation, Longin.11.1. 7. that on which one stands, Ph.1.125,332. 8. entry into office, PLond.3.1170.3 (iii A.D.). II. of the male, covering, Plu.2.754a(pl.).
German (Pape)
[Seite 928] ἡ, das Hinaufsteigen; χάρακος D. Hal. 5, 41; ὄνων, Bespringen, Plut. Amator. c. 9 m.; das Heranrücken, der Angriff, Luc.; vom Meere, Ueberschwemmung, Pol. 34, 9, 6; – übertr., καὶ ὁρμαί Plat. Rep. VI, 511 b; ἐπίβασιν εἴς τινα ποιεῖσθαι, Veranlassung, Her. 6, 61; – das Darauftreten, τῆς χιόνος ἄδηλον ποιούσης τὴν ἐπίβασιν Pol. 3, 54, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίβᾰσις: -εως, ἡ, (ἐπιβαίνω) τὸ πατεῖν ἐπί τινος, πάτημα, τῆς δὲ χιόνος ἄδηλον ποιούσης ἑκάστοις τὴν ἐπίβασιν Πολύβ. 3. 54, 5· κατὰ τὰς ἐπιβάσεις τῆς θαλάσσης, τὰς πλημμυρίδας..., ὁ αὐτ. 34. 9, 6. 2) μεταβ., μέσον προσεγγίσεως, Πλάτ. Πολ. 511Β· ἔχειν ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1098b. 3) μέσον, λαβὴ ἢ βάσις ἐπιβουλῆς, κοινῶς «πάτημα», διὰ πρήγμα τοιόνδε ἐπίβασιν ἐς αὐτὸν ποιεύμενος Ἡρόδ. 6. 61· ἐπ. τίθεσθαι εἴς τί Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 37· προσβολή, ἐφόρμησις, Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 49· πρβλ. ἐπιβάθρα, ἐπιβατεύω. 4) τὸ ἐγείρεσθαι εἰς τοὺς πόδας πάλιν, ἀνάρρωσις ἐκ κατάγματος τοῦ ποδός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 764· τῇ ἐπ. χρῶμαι, περιπατῶ στηριζόμενος ἐπὶ τοῦ ποδός, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 824. 5) ἡ ἐπιστήριξις πράγματός τινος ἐπὶ ἕτερον, π. χ. ἐπὶ ὀστοῦ, αὐτόθι 816. 6) ἐν τῇ Ρητορικῇ, κατ’ ἐπίβασιν, κατὰ βαθμούς, βαθμηδόν, Λογγῖν. 11. 1. ΙΙ ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ὀχεύειν, βατεύειν, Λάτ. coïtus, Πλούτ. 2. 754Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de marcher vers ou contre, attaque;
2 moyen d’approcher de, accès ; particul. moyen d’attaquer;
3 action de marcher sur;
4 action de monter sur, de saillir.
Étymologie: ἐπιβαίνω.
Greek Monotonic
ἐπίβᾰσις: -εως, ἡ (ἐπιβαίνω), ανάβαση, πλησίασμα· μέσο προσέγγισης, προσπέλαση, μπάσιμο, σε Πλάτ.· εἴς τινα ποιεῖσθαι ἐπ., βρίσκω τρόπο επιθέσεως εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ.