ἐπιμειδιάω: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />sourire sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μειδιάω]]. | |btext=-ῶ :<br />sourire sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μειδιάω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιμειδιάω:''' μέλ. -ήσω [ᾰ], [[χαμογελώ]] σε κάποιον, σε Ξεν.<br /><b class="num">• [[ἐπιμειδιάω]]:</b> μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κοροϊδεύω]], [[κρυφογελώ]] κοροϊδευτικά, <i>ἐπιμειδήσας προσέφη</i>, τον προσφώνησε, του απευθύνθηκε με [[χαμόγελο]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
A smile at, X.Cyr.2.2.16, A.R. 3.129; τῷ λόγῳ Arr.An.5.2.3.
German (Pape)
[Seite 960] = ἐπιμειδάω, Ap. Rh. 3, 129, u. in späterer Prosa, wie Arr. An. 5, 2, 4 Plut. Art. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμειδιάω: μέλλ. -άσω, μειδιῶ ἐπί τινι, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 129· ἐπιμειδιᾶσαι λέγεται τῷ λόγῳ Ἀρρ. Ἀν 5. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
sourire sur.
Étymologie: ἐπί, μειδιάω.
Greek Monotonic
ἐπιμειδιάω: μέλ. -ήσω [ᾰ], χαμογελώ σε κάποιον, σε Ξεν.
• ἐπιμειδιάω: μέλ. -ήσω, κοροϊδεύω, κρυφογελώ κοροϊδευτικά, ἐπιμειδήσας προσέφη, τον προσφώνησε, του απευθύνθηκε με χαμόγελο, σε Ομήρ. Ιλ.