ἐπιμειδιάω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />sourire sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μειδιάω]].
|btext=-ῶ :<br />sourire sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μειδιάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμειδιάω:''' μέλ. -ήσω [ᾰ], [[χαμογελώ]] σε κάποιον, σε Ξεν.<br /><b class="num">• [[ἐπιμειδιάω]]:</b> μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κοροϊδεύω]], [[κρυφογελώ]] κοροϊδευτικά, <i>ἐπιμειδήσας προσέφη</i>, τον προσφώνησε, του απευθύνθηκε με [[χαμόγελο]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμειδιάω Medium diacritics: ἐπιμειδιάω Low diacritics: επιμειδιάω Capitals: ΕΠΙΜΕΙΔΙΑΩ
Transliteration A: epimeidiáō Transliteration B: epimeidiaō Transliteration C: epimeidiao Beta Code: e)pimeidia/w

English (LSJ)

   A smile at, X.Cyr.2.2.16, A.R. 3.129; τῷ λόγῳ Arr.An.5.2.3.

German (Pape)

[Seite 960] = ἐπιμειδάω, Ap. Rh. 3, 129, u. in späterer Prosa, wie Arr. An. 5, 2, 4 Plut. Art. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμειδιάω: μέλλ. -άσω, μειδιῶ ἐπί τινι, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 129· ἐπιμειδιᾶσαι λέγεται τῷ λόγῳ Ἀρρ. Ἀν 5. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
sourire sur.
Étymologie: ἐπί, μειδιάω.

Greek Monotonic

ἐπιμειδιάω: μέλ. -ήσω [ᾰ], χαμογελώ σε κάποιον, σε Ξεν.
ἐπιμειδιάω: μέλ. -ήσω, κοροϊδεύω, κρυφογελώ κοροϊδευτικά, ἐπιμειδήσας προσέφη, τον προσφώνησε, του απευθύνθηκε με χαμόγελο, σε Ομήρ. Ιλ.