ἐπίξυνος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίξυνος]], -ον (ποιητ. τ. του [[ἐπίκοινος]]) (Α) [[ξυνός]]<br />αυτός που ανήκει σε πολλούς [[μαζί]] («[[ἐπίξυνος]] [[ἄρουρα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=[[ἐπίξυνος]], -ον (ποιητ. τ. του [[ἐπίκοινος]]) (Α) [[ξυνός]]<br />αυτός που ανήκει σε πολλούς [[μαζί]] («[[ἐπίξυνος]] [[ἄρουρα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίξῡνος:''' -ον, ποιητ. αντί [[ἐπίκοινος]], [[κοινός]], [[συνήθης]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίξῡνος Medium diacritics: ἐπίξυνος Low diacritics: επίξυνος Capitals: ΕΠΙΞΥΝΟΣ
Transliteration A: epíxynos Transliteration B: epixynos Transliteration C: epiksynos Beta Code: e)pi/cunos

English (LSJ)

ον, poet. for ἐπίκοινος, ἐ. ἄρουρα a

   A common field, in which several persons have rights, Il.12.422.

German (Pape)

[Seite 967] poet. = ἐπίκοινος, z. B. ἄρουρα, ein Gemeindefeld, Il. 12, 422.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίξῡνος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἐπίκοινος, ἐπιξύνῳ ἐν ἀρούρῃ, «κοινοὺς τοὺς ὅρους ἐχούσῃ» (θ. Γαζῆς), Ἰλ. Μ. 442· πρβλ. ἐπινομία.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
possédé en commun.
Étymologie: ἐπί, ξυνός.

Greek Monolingual

ἐπίξυνος, -ον (ποιητ. τ. του ἐπίκοινος) (Α) ξυνός
αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζίἐπίξυνος ἄρουρα», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐπίξῡνος: -ον, ποιητ. αντί ἐπίκοινος, κοινός, συνήθης, σε Ομήρ. Ιλ.