ἐπιζέφυρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιζέφυρος]], -ον (Α) [[ζέφυρος]]<br />αυτός που βρίσκεται [[προς]] τον ζέφυρο, ο [[δυτικός]].
|mltxt=[[ἐπιζέφυρος]], -ον (Α) [[ζέφυρος]]<br />αυτός που βρίσκεται [[προς]] τον ζέφυρο, ο [[δυτικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιζέφῠρος:''' -ον, αυτός που έχει [[κατεύθυνση]] προς τη [[δύση]], [[δυτικός]]· οι [[Λοκροί]] της Ιταλίας αποκαλούνταν <i>Ἐπιζεφύριοι</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιζέφῠρος Medium diacritics: ἐπιζέφυρος Low diacritics: επιζέφυρος Capitals: ΕΠΙΖΕΦΥΡΟΣ
Transliteration A: epizéphyros Transliteration B: epizephyros Transliteration C: epizefyros Beta Code: e)pize/furos

English (LSJ)

ον,

   A towards the west, western, Euph.121: the Italian Locrians were called Ἐπιζεφύριοι, Hdt.6.23, etc., f.l. in Pi.O.10.13.

German (Pape)

[Seite 941] gegen Abend gelegen, Euphorio bei St. B. v. Δύμη.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé au couchant.
Étymologie: ἐπί, ζέφυρος.

Greek Monolingual

ἐπιζέφυρος, -ον (Α) ζέφυρος
αυτός που βρίσκεται προς τον ζέφυρο, ο δυτικός.

Greek Monotonic

ἐπιζέφῠρος: -ον, αυτός που έχει κατεύθυνση προς τη δύση, δυτικός· οι Λοκροί της Ιταλίας αποκαλούνταν Ἐπιζεφύριοι, σε Ηρόδ.