ἐπιρρέζω: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιρρέζω]] (Α) [[ρέζω]]<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[θυσία]] για [[κάτι]] («βωμὸς δ’ [[ἐφύπερθε]] τέτυκτο νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῑται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θυσιάζω]] [[κατόπιν]] ή [[επιπλέον]].
|mltxt=[[ἐπιρρέζω]] (Α) [[ρέζω]]<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[θυσία]] για [[κάτι]] («βωμὸς δ’ [[ἐφύπερθε]] τέτυκτο νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῑται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θυσιάζω]] [[κατόπιν]] ή [[επιπλέον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρέζω:''' Επικ. παρατ. <i>-ρέζεσκον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[προσφέρω]] θυσίες [[επάνω]] σε [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[θυσιάζω]] [[εκτός]] [[αυτού]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 23:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρέζω Medium diacritics: ἐπιρρέζω Low diacritics: επιρρέζω Capitals: ΕΠΙΡΡΕΖΩ
Transliteration A: epirrézō Transliteration B: epirrezō Transliteration C: epirrezo Beta Code: e)pirre/zw

English (LSJ)

   A offer sacrifices at a place, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται (Ion. impf.) Od.17.211.    2. sacrifice afterwards or besides, Ζηνὶ χοῖρον Theoc.24.99, cf.AP6.157 (Theodorid.); ὄϊν GDI3639a5 (Cos): abs., IG12(1).677.29 (Ialysus).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρέζω: προσφέρω θυσίας ἐπάνω εἴς τι, βωμὸς δ’ ἐφύπερθε τέτυκτο νυμφάων ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται (Ἰων. παρατ.) Ὀδ. Ρ. 211. 2) θυσιάζω μετὰ ταῦταπροσέτι, Ζηνὶ δ’ ἐπιρρέξαι... ἄρσενα χοῖρον Θεόκρ. 24. 97, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 157.

French (Bailly abrégé)

faire un sacrifice sur (un autel).
Étymologie: ἐπί, ῥέζω.

English (Autenrieth)

(ϝρέζω): only ipf. iter., επιρρέζεσκον, were wont to do sacrifice, Od. 17.211†.

Greek Monolingual

ἐπιρρέζω (Α) ρέζω
1. προσφέρω θυσία για κάτι («βωμὸς δ’ ἐφύπερθε τέτυκτο νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῑται», Ομ. Οδ.)
2. θυσιάζω κατόπιν ή επιπλέον.

Greek Monotonic

ἐπιρρέζω: Επικ. παρατ. -ρέζεσκον·
1. προσφέρω θυσίες επάνω σε κάτι, σε Ομήρ. Οδ.
2. θυσιάζω εκτός αυτού, σε Θεόκρ.