ἐπιστολεύς: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />commandant en second d’une escadre, vice-amiral <i>à Lacédémone</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστέλλω]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />commandant en second d’une escadre, vice-amiral <i>à Lacédémone</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστέλλω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιστολεύς:''' -έως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[γραμματέας]], επίσης, [[αγγελιαφόρος]], [[ταχυδρόμος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> στους Σπαρτιάτες, [[αντιναύαρχος]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ, (ἐπιστολή)
A secretary, τοῦ Αὐτοκράτορος IG14.1085; also in Persia, Suid. s.v. ἐπιστέλλει. II. among the Spartans, admiral second in command, vice-admiral, X.HG2.1.7,4.8.11, Plu.Lys.7; he carries dispatches, X.HG1.1.23.
German (Pape)
[Seite 984] ὁ, 1) der Unteradmiral, zweiter Schiffsbefehlshaber bei den Lacedämoniern, Xen. Hell. 1, 1, 23. 2, 1, 7; Plut. Lys. 7; vgl. Poll. 1, 96. – 2) Sp. auch Briefschreiber, Briefträger.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστολεύς: έως, ἡ, (ἐπιστολὴ) γραμματεύς, τοῦ Αὐτοκράτορος Συλλ. Ἐπιγρ. 5900, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ἐπιστέλλω. ΙΙ. παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις, ὑποναύαρχος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 7., 4. 8, 11, κτλ.· φαίνεται δὲ ὅτι οὗτος ἦτο καὶ κομιστὴς ἐπιστολῶν (ἐπιστολιαφόρος), αὐτόθι 6. 2, 25, πρβλ. 1. 1, 23.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
commandant en second d’une escadre, vice-amiral à Lacédémone.
Étymologie: ἐπιστέλλω.
Greek Monotonic
ἐπιστολεύς: -έως, ἡ,
I. γραμματέας, επίσης, αγγελιαφόρος, ταχυδρόμος, σε Ξεν.
II. στους Σπαρτιάτες, αντιναύαρχος, στον ίδ.