ἐποικτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐποικτίζω]] (Α) [[έποικτος]]<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] οίκτο, [[συμπόνια]] για κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐποικτίζομαι</i><br />[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]].
|mltxt=[[ἐποικτίζω]] (Α) [[έποικτος]]<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] οίκτο, [[συμπόνια]] για κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐποικτίζομαι</i><br />[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐποικτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συμπονώ]], με αιτ., σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποικτίζω Medium diacritics: ἐποικτίζω Low diacritics: εποικτίζω Capitals: ΕΠΟΙΚΤΙΖΩ
Transliteration A: epoiktízō Transliteration B: epoiktizō Transliteration C: epoiktizo Beta Code: e)poikti/zw

English (LSJ)

   A compassionate, c. acc., S.OT1296:—Med., bewail, lament, J.BJ1.27.3.

German (Pape)

[Seite 1007] zum Mitleid bewegen, Soph. O. R. 1296; – ἐποικτιστός, beklagenswerth, γέμος, Aesch. Ag. 1221.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποικτίζω: οἰκτίρω, μετ᾿ αἰτιατ., θέαμα δ᾿ εἰσόψει τάχα τοιοῦτον οἷον καὶ στυγοῦντ᾿ ἐποικτίσαι Σοφ. Ο. Τ. 1296· «ἐποικτίσας· οἰκτείρας» Ἡσύχ. ― Μέσ., θρηνῶ, ὀδύρομαι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 27, 3.

French (Bailly abrégé)

déplorer, plaindre.
Étymologie: ἐπί, οἰκτίζω.

Greek Monolingual

ἐποικτίζω (Α) έποικτος
1. αισθάνομαι οίκτο, συμπόνια για κάποιον
2. μέσ. ἐποικτίζομαι
θρηνώ, οδύρομαι.

Greek Monotonic

ἐποικτίζω: μέλ. -σω, συμπονώ, με αιτ., σε Σοφ.