ἐποικτίζω: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐποικτίζω]] (Α) [[έποικτος]]<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] οίκτο, [[συμπόνια]] για κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐποικτίζομαι</i><br />[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]]. | |mltxt=[[ἐποικτίζω]] (Α) [[έποικτος]]<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] οίκτο, [[συμπόνια]] για κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐποικτίζομαι</i><br />[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐποικτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συμπονώ]], με αιτ., σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
A compassionate, c. acc., S.OT1296:—Med., bewail, lament, J.BJ1.27.3.
German (Pape)
[Seite 1007] zum Mitleid bewegen, Soph. O. R. 1296; – ἐποικτιστός, beklagenswerth, γέμος, Aesch. Ag. 1221.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποικτίζω: οἰκτίρω, μετ᾿ αἰτιατ., θέαμα δ᾿ εἰσόψει τάχα τοιοῦτον οἷον καὶ στυγοῦντ᾿ ἐποικτίσαι Σοφ. Ο. Τ. 1296· «ἐποικτίσας· οἰκτείρας» Ἡσύχ. ― Μέσ., θρηνῶ, ὀδύρομαι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 27, 3.
French (Bailly abrégé)
déplorer, plaindre.
Étymologie: ἐπί, οἰκτίζω.
Greek Monolingual
ἐποικτίζω (Α) έποικτος
1. αισθάνομαι οίκτο, συμπόνια για κάποιον
2. μέσ. ἐποικτίζομαι
θρηνώ, οδύρομαι.
Greek Monotonic
ἐποικτίζω: μέλ. -σω, συμπονώ, με αιτ., σε Σοφ.