ἑστίαμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἑστίαμα]]) [[εστιώ]]<br /><b>1.</b> το [[φαγητό]] που προσφέρεται [[κατά]] την [[εστίαση]], το [[φίλεμα]] («τὰ Ταντάλου θεοῑσιν ἑστιάματα» — τα φαγητά που προσέφερε ο [[Τάνταλος]] στους θεούς, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[τροφή]], [[φαγητό]].
|mltxt=το (Α [[ἑστίαμα]]) [[εστιώ]]<br /><b>1.</b> το [[φαγητό]] που προσφέρεται [[κατά]] την [[εστίαση]], το [[φίλεμα]] («τὰ Ταντάλου θεοῑσιν ἑστιάματα» — τα φαγητά που προσέφερε ο [[Τάνταλος]] στους θεούς, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[τροφή]], [[φαγητό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑστίᾱμα:''' -ατος, τό ([[ἑστιάω]]), [[φιλοξενία]], [[περιποίηση]], [[συμπόσιο]], [[συνεστίαση]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑστίᾱμα Medium diacritics: ἑστίαμα Low diacritics: εστίαμα Capitals: ΕΣΤΙΑΜΑ
Transliteration A: hestíama Transliteration B: hestiama Transliteration C: estiama Beta Code: e(sti/ama

English (LSJ)

ατος, τό, (ἑστιάω)

   A banquet, τὰ Ταντάλου θεοῖσιν ἑ. E.IT 387 : metaph., ἐμπιπλὰς ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων Pl.Lg.935a.

German (Pape)

[Seite 1044] τό, Schmaus, τὰ Ταντάλου θεοτς ἑστιάματα, der vom Tantalus den Göttern gegebene Schmaus, Eur. I. T. 387; Speise, Nahrung, auch übertr., ἐμπιπλὰς ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων Plat. Legg. XI, 935 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἑστίᾱμα: τό, (ἑστιάω) ἑστίασις, φίλευμα, τά Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάσματα Εὐρ. Ι. Τ. 387· μεταφ., ἐμπιπλάς ὀργήν κακῶν ἑστιαμάτων Πλάτ. Νομ. 935Α.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
banquet, festin.
Étymologie: ἑστιάω.

Greek Monolingual

το (Α ἑστίαμα) εστιώ
1. το φαγητό που προσφέρεται κατά την εστίαση, το φίλεμα («τὰ Ταντάλου θεοῑσιν ἑστιάματα» — τα φαγητά που προσέφερε ο Τάνταλος στους θεούς, Ευρ.)
2. γεν. τροφή, φαγητό.

Greek Monotonic

ἑστίᾱμα: -ατος, τό (ἑστιάω), φιλοξενία, περιποίηση, συμπόσιο, συνεστίαση, σε Ευρ.