εὐρυρέων: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρυρέων]], -ουσα, -ον (Α)<br />αυτός που ρέει σε πλατιά [[κοίτη]] («Ἀλφεὸν εὐρυρέοντα», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ρέων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i>)].
|mltxt=[[εὐρυρέων]], -ουσα, -ον (Α)<br />αυτός που ρέει σε πλατιά [[κοίτη]] («Ἀλφεὸν εὐρυρέοντα», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ρέων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρυρέων:''' -ουσα, -ον ([[ῥέω]]), αυτός που έχει πλατιά κανάλια, που έχει πλατιά ροή, σε Ομήρ. Ιλ.· δεν υπάρχει [[ρήμα]] <i>εὐρυρέω</i>, βλ. εὖ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠρέων Medium diacritics: εὐρυρέων Low diacritics: ευρυρέων Capitals: ΕΥΡΥΡΕΩΝ
Transliteration A: euryréōn Transliteration B: euryreōn Transliteration C: evryreon Beta Code: eu)rure/wn

English (LSJ)

ουσα, ον,

   A broad-flowing, shd. be written divisim, Il.2.849, etc.

German (Pape)

[Seite 1095] οντος, dasselbe, Axios, Il. 2, 849; Φᾶσις Ap. Rh. 2, 1261; vor Wolf getrennt geschrieben. Vgl. Pind. Ol. 5, 18.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυρέων: -ουσα, -ον, εὐρέως ῥέων, Ἀξιὸς εὐρυρέων Ἰλ. Β. 849., Π. 288., Φ. 157· Ἀλφεὸς Πινδ. Ο. 5. 44. - Δὲν ὑπάρχει ῥῆμα εὐρυρέω (διότι ἐν Ἰλ. Ε. 545 ἀναγνωστέον εὐρὺ ῥέει), δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτάταις καὶ ἀρίσταις ἐκδ. γράφεται διῃρημένως: εὐρὺ ῥέων.

French (Bailly abrégé)

έουσα, έον;
c. εὐρυρέεθρος.
Étymologie: εὐρύς, ῥέω.

Greek Monolingual

εὐρυρέων, -ουσα, -ον (Α)
αυτός που ρέει σε πλατιά κοίτη («Ἀλφεὸν εὐρυρέοντα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + ρέων (< ρέω)].

Greek Monotonic

εὐρυρέων: -ουσα, -ον (ῥέω), αυτός που έχει πλατιά κανάλια, που έχει πλατιά ροή, σε Ομήρ. Ιλ.· δεν υπάρχει ρήμα εὐρυρέω, βλ. εὖ.