Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡδυλόγος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
(16)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδύλογος]] και [[ἡδυλόγος]], δωρ. τ. ἁδύλογος, αιολ. τ. ἁδύλογος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (προπαροξύτονο) [[ηδύλογος]], -<i>ον</i><br />(για έννοιες και για πράγματα) αυτός που ηχεί [[γλυκά]], που ακούγεται [[γλυκά]], που έχει γλυκιά [[φωνή]] («ἡδύλογοι λύραι μολπαί τε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (παροξύτονο) [[ἡδυλόγος]], -<i>ον</i><br />α) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κολακεύει, ο [[κολακευτικός]] («[[ἡδυλόγος]] [[δημοχαριστής]] Λαερτιάδης», <b>Ευρ.</b>)<br />β) <b>ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἡδυλόγος]]<br />[[γελωτοποιός]], αστειολόγος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδυλόγως</i><br />[[κατά]] τρόπο ηδύλογο, με γλυκιά [[φωνή]], με [[γλυκά]] [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αντί]]-<i>λογος</i>, [[παρά]]-<i>λογος</i>].
|mltxt=[[ἡδύλογος]] και [[ἡδυλόγος]], δωρ. τ. ἁδύλογος, αιολ. τ. ἁδύλογος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (προπαροξύτονο) [[ηδύλογος]], -<i>ον</i><br />(για έννοιες και για πράγματα) αυτός που ηχεί [[γλυκά]], που ακούγεται [[γλυκά]], που έχει γλυκιά [[φωνή]] («ἡδύλογοι λύραι μολπαί τε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (παροξύτονο) [[ἡδυλόγος]], -<i>ον</i><br />α) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κολακεύει, ο [[κολακευτικός]] («[[ἡδυλόγος]] [[δημοχαριστής]] Λαερτιάδης», <b>Ευρ.</b>)<br />β) <b>ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἡδυλόγος]]<br />[[γελωτοποιός]], αστειολόγος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδυλόγως</i><br />[[κατά]] τρόπο ηδύλογο, με γλυκιά [[φωνή]], με [[γλυκά]] [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αντί]]-<i>λογος</i>, [[παρά]]-<i>λογος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡδυλόγος:''' Δωρ. ἁδυλ-, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει ευχάριστη [[φωνή]], που μιλά με γλυκά [[λόγια]], σε Πίνδ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κολακευτικός]], [[θωπευτικός]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1153] angenehm redend, schmeichelnd; Odysseus, Eur. Hec. 131; σοφία Cratin. in B. A. 335 Timon. S. Emp. adv. eth. 1; γλῶσσα, vom Nestor, Nicarch. 38 (VII, 159); Χάρις Mel. 99 (V, 137); – λύρα ἁδ. Pind. Ol. 6, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυλόγος: Δωρ. ἁδυλ-, ον, ἡδυεπής, ἡδέως, ὁμιλῶν, σοφία Κρατῖν. Χειρ. 1· λύραι μολπαί τε Πίνδ. Ο. 6. 162· χάρις Ἀνθ. Π. 5. 137· γλῶσσα αὐτόθι 7. 159. 2) ἐπὶ προσώπων, κολακευτικὸς, θωπευτικός, Εὐρ. Ἑκ. 134· ὡς οὐσιαστ., ἀστεῖος, ἀστειολόγος, Ἀθήν. 165Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au doux langage, au langage caressant ou persuasif.
Étymologie: ἡδύς, λόγος.

Greek Monolingual

ἡδύλογος και ἡδυλόγος, δωρ. τ. ἁδύλογος, αιολ. τ. ἁδύλογος, -ον (Α)
1. (προπαροξύτονο) ηδύλογος, -ον
(για έννοιες και για πράγματα) αυτός που ηχεί γλυκά, που ακούγεται γλυκά, που έχει γλυκιά φωνή («ἡδύλογοι λύραι μολπαί τε», Πίνδ.)
2. (παροξύτονο) ἡδυλόγος, -ον
α) (για πρόσ.) αυτός που κολακεύει, ο κολακευτικόςἡδυλόγος δημοχαριστής Λαερτιάδης», Ευρ.)
β) ως ουσ. ἡδυλόγος
γελωτοποιός, αστειολόγος.
επίρρ...
ηδυλόγως
κατά τρόπο ηδύλογο, με γλυκιά φωνή, με γλυκά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αντί-λογος, παρά-λογος].

Greek Monotonic

ἡδυλόγος: Δωρ. ἁδυλ-, -ον,
1. αυτός που έχει ευχάριστη φωνή, που μιλά με γλυκά λόγια, σε Πίνδ., Ανθ.
2. λέγεται για πρόσωπα, κολακευτικός, θωπευτικός, σε Ευρ.