ζύγιος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζύγιος]], -ον, θηλ. και [[ζυγία]] (Α) [[ζυγόν]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για τον [[ζυγό]], για [[ζέψιμο]] («[[ζύγιος]] [[ἵππος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζυγίτης]]<br /><b>3.</b> [[έγγαμος]], παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>4.</b> ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας καὶ τὰς ἁμαρτίας ἐξ ἴσου»)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ζύγιον]]<br />[[υποζύγιο]] ζώο<br /><b>6.</b> (επίθ. θεοτήτων και [[κυρίως]] της Ήρας και της Αφροδίτης) αυτή που προστατεύει τον γάμο<br /><b>7.</b> <b>πάπ.</b> (για χρυσά ή αργυρά νομίσματα) αυτός που έχει το σωστό [[βάρος]], που δεν [[είναι]] [[λιποβαρής]].
|mltxt=[[ζύγιος]], -ον, θηλ. και [[ζυγία]] (Α) [[ζυγόν]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για τον [[ζυγό]], για [[ζέψιμο]] («[[ζύγιος]] [[ἵππος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζυγίτης]]<br /><b>3.</b> [[έγγαμος]], παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>4.</b> ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας καὶ τὰς ἁμαρτίας ἐξ ἴσου»)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ζύγιον]]<br />[[υποζύγιο]] ζώο<br /><b>6.</b> (επίθ. θεοτήτων και [[κυρίως]] της Ήρας και της Αφροδίτης) αυτή που προστατεύει τον γάμο<br /><b>7.</b> <b>πάπ.</b> (για χρυσά ή αργυρά νομίσματα) αυτός που έχει το σωστό [[βάρος]], που δεν [[είναι]] [[λιποβαρής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζύγιος:''' -α, -ον και -ος, -ον (ζῠγόν), αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για τον [[ζυγό]], δηλ. [[ικανός]] να ζευχθεί σε [[ζυγό]]· [[ζύγιος]] [[ἵππος]], [[άλογο]] που έχει ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Αριστοφ.· με γεν., <i>θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας</i>, έχοντας ζεύξει άμαξες με ζευγάρια ζώων ως υποζύγια, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγιος Medium diacritics: ζύγιος Low diacritics: ζύγιος Capitals: ΖΥΓΙΟΣ
Transliteration A: zýgios Transliteration B: zygios Transliteration C: zygios Beta Code: zu/gios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E. (v. infr.), IG22.1604.71 (iv B.C.): (ζῠγόν):—

   A of or for the yoke, esp. (sc. ἵππος) draught-horse, opp. σειραφόρος, E.IA221 (lyr.), Ar.Nu.122: c. gen., θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας having yoked cars to teams of beasts, E.Hel.1310: as Subst., κατασκευάσαι . . ὁδὸν ζυγίοις πορευτήν Milet.3 No.149.45 (ii B.C.).    II epith. of Hera as patroness of marriage, A.R.4.96, Musae.275; also of other divinities, as Aphrodite, IG3.171, cf.AP 7.555 (Joann.), Hsch.    III ζύγιος, ὁ, = ζυγίτης, Poll.1.87,120; κώπη ζ. IG22.l.c., Polyaen.5.22.4 (pl.).    IV of full weight, νομίσματα Stud.Pal.20.121.18 (v A.D.).

German (Pape)

[Seite 1140] ον (auch ζυγία, von der Hexe, der Beschützerinn der Ehen, Mus. 275; Anton. Thall. (VII, 188); Nonn. D. 32, 57; auch Ἀφροδίτη, Phot. bibl. p. 144, 6), – 1) zum Joche gehörig, ἴππος Eur. I. A. 221 Ar. Nubb. 122, Joch-, Zugpferd; von Wagen, bespannt, θηρῶν ζύγιοι σατίναι Eur. Hel. 1310. – 2) = ζυγίτης, VLL., wie Poll. 1, 87. 120; – κῶπαι ζύγιαι, = μεσόνεοι, Polyaen. 5, 22, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ζύγιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. ἔνθα κατωτ. (ζῠγόν)· - ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ ζυγόν, ζ. ἵππος, ἵππος ὑπὸ τὸν ζυγόν, ἀντίθ. σειραφόρος, Ψευδευριπ. Ι. Α. 221, Ἀριστοφ. Νεφ. 122· - μετὰ γεν., θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας Εὐρ. Ἑλ. 1310. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Ἥρας ὡς προστάτιδος τοῦ γάμου, παρὰ Ρωμαίοις Juno jugalis, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 96, Μουσαῖ. 275· ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων θεοτήτων, Ἀνθ. Π. 7. 555, Ἡσύχ. ΙΙΙ. ζύγιος, ὁ, = ζυγίτης, Πολυδ. Α΄, 87, 120· κῶπαι ζ. Πολύαιν. 5. 22, 4.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
bon pour le joug ou qu’on met sous le joug : ζύγιοι ἵπποι SOPH litt. chevaux attelés, càd des quatre chevaux d’un quadrige, les deux du milieu par opp. aux deux autres (σειραῖοι ἵπποι).
Étymologie: ζυγόν.

Greek Monolingual

ζύγιος, -ον, θηλ. και ζυγία (Α) ζυγόν
1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, για ζέψιμοζύγιος ἵππος», Ευρ.)
2. ζυγίτης
3. έγγαμος, παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», Γρηγ. Ναζ.)
4. ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας καὶ τὰς ἁμαρτίας ἐξ ἴσου»)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζύγιον
υποζύγιο ζώο
6. (επίθ. θεοτήτων και κυρίως της Ήρας και της Αφροδίτης) αυτή που προστατεύει τον γάμο
7. πάπ. (για χρυσά ή αργυρά νομίσματα) αυτός που έχει το σωστό βάρος, που δεν είναι λιποβαρής.

Greek Monotonic

ζύγιος: -α, -ον και -ος, -ον (ζῠγόν), αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, δηλ. ικανός να ζευχθεί σε ζυγό· ζύγιος ἵππος, άλογο που έχει ζευχθεί σε ζυγό, σε Αριστοφ.· με γεν., θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας, έχοντας ζεύξει άμαξες με ζευγάρια ζώων ως υποζύγια, σε Ευρ.