θεομήστωρ: Difference between revisions

From LSJ
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεομήστωρ]], -[[ορός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με τους θεούς στη [[σκέψη]], που συμβουλεύει σαν [[θεός]]<br /><b>2.</b> ο επινοημένος από θεό («θεομήστορος εἰκόνα κόσμου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μήστωρ]] «[[σύμβουλος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[μήδομαι]])].
|mltxt=[[θεομήστωρ]], -[[ορός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με τους θεούς στη [[σκέψη]], που συμβουλεύει σαν [[θεός]]<br /><b>2.</b> ο επινοημένος από θεό («θεομήστορος εἰκόνα κόσμου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μήστωρ]] «[[σύμβουλος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[μήδομαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεομήστωρ:''' -ορος, ὁ, όμοιος στη [[γνώμη]] με τους θεούς, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεομήστωρ Medium diacritics: θεομήστωρ Low diacritics: θεομήστωρ Capitals: ΘΕΟΜΗΣΤΩΡ
Transliteration A: theomḗstōr Transliteration B: theomēstōr Transliteration C: theomistor Beta Code: qeomh/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A like the gods in counsel, A. Pers.655 (lyr.), IG14.1868.    II Pass., devised by God, θεομήστορος εἰκόνα κόσμου Alex.Eph. ap. Theo Sm p.141H. (-μήτορος codd., em. Meineke); κόσμον Man.4.7 (-μήτορα edd. vett.).

German (Pape)

[Seite 1196] ορος, ὁ, göttlicher Rathgeber, Aesch. Pers. 653.

Greek (Liddell-Scott)

θεομήστωρ: -ορος, ὁ, ἴσος τοῖς θεοῖς κατὰ τὴν βουλήν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 655, Συλλ. Ἐπιγρ. 6264· πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος· - ὡς κύρ. ὄνομα, Ἡρόδ. 8. 85. ΙΙ. ἐπινοηθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, κόσμος Μανέθων 4. 7 (κοιν. -μήτωρ).

French (Bailly abrégé)

ορος;
d’une sagesse divine, qui donne des conseils divins.
Étymologie: θεός, μήδομαι.

Greek Monolingual

θεομήστωρ, -ορός, ὁ (Α)
1. αυτός που μοιάζει με τους θεούς στη σκέψη, που συμβουλεύει σαν θεός
2. ο επινοημένος από θεό («θεομήστορος εἰκόνα κόσμου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + μήστωρ «σύμβουλος» (< μήδομαι)].

Greek Monotonic

θεομήστωρ: -ορος, ὁ, όμοιος στη γνώμη με τους θεούς, σε Αισχύλ.