θεοφιλής: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source
(17)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[θεοφιλής]], -ές)<br />αυτός τον οποίο αγαπά ο [[θεός]] («οὐδεὶς τῶν ἀνοήτων καὶ μαινομένων [[θεοφιλής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>(υπερθ.)</b> <i>θεοφιλέστατος</i><br />[[προσωνυμία]] χωροεπισκόπων και αρχιμανδριτών ή βασιλέων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αγαπά τον θεό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεοφιλῶς</i> (AM)<br /><b>1.</b> με τρόπο αγαπητό στον θεό ή στους θεούς<br /><b>2.</b> με [[αγάπη]] [[προς]] τους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-<i>φιλής</i>, <i>προσ</i>-<i>φιλής</i>].
|mltxt=-ές (AM [[θεοφιλής]], -ές)<br />αυτός τον οποίο αγαπά ο [[θεός]] («οὐδεὶς τῶν ἀνοήτων καὶ μαινομένων [[θεοφιλής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>(υπερθ.)</b> <i>θεοφιλέστατος</i><br />[[προσωνυμία]] χωροεπισκόπων και αρχιμανδριτών ή βασιλέων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αγαπά τον θεό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεοφιλῶς</i> (AM)<br /><b>1.</b> με τρόπο αγαπητό στον θεό ή στους θεούς<br /><b>2.</b> με [[αγάπη]] [[προς]] τους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-<i>φιλής</i>, <i>προσ</i>-<i>φιλής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεοφῐλής:''' ές ([[φίλος]]), [[αγαπητός]] στους θεούς, ο εξαιρετικά ευνοημένος, σε Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· επίρρ., [[θεοφιλῶς]] πράττειν, [[πράττω]] σύμφωνα με τη [[βούληση]] των θεών, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοφιλής Medium diacritics: θεοφιλής Low diacritics: θεοφιλής Capitals: ΘΕΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: theophilḗs Transliteration B: theophilēs Transliteration C: theofilis Beta Code: qeofilh/s

English (LSJ)

ές, (φιλέω)

   A dear to the gods, highly favoured, of persons, Hdt.1.87, Democr.217, Pl.R.382e, Phlb.39e, etc.; of Moses, Ph.2.218 (Sup.); as honorary epith. in Egypt, Sammelb.421 (Sup.), al.; also, of places, etc., πόλις Pi.I.6(5).66; Ἄργος B.10.60; πόλιν . . θεοφιλεστάτην Eup.307; χώρα A.Eu.869 (Sup.); τύχαι Id.Fr.350.3; ἑορτή Ar.Ra.446; μοῖρα X. Ap.32; ἐπιτήδευμα lsoc.8.35 (Comp.), cf. Pl.Euthphr.7a; θεοφιλές [ἐστιν] εἰ . .' tis a mark of divine favour, if... Plu.2.30f. Adv. -λῶς, πράττειν to act as the gods will, Pl.Alc.1.134d: Comp. -έστερον, διαβεβιωκέναι Isoc.9.70.    II Act., loving God, Ph.2.415, Luc. JTr.47 (Sup.), Agath.3.13, Cod.Just.1.1.5.4 (Sup.). Adv. ἡ πόλις οὐ μόνον -λῶς ἀλλὰ καὶ φιλανθρώπως ἔσχεν Isoc.4.29, cf. Poll.1.22.

German (Pape)

[Seite 1198] ές, gottgeliebt; χώρα θεοφιλεστάτη Aesch. Eum. 869; πόλις Pind. I. 5, 62; ἑορτή Ar. Ran. 443; in Prosa, Plat. Menex. 166 c Rep. II, 382 e u. Folgde; μοῖρα, d. i. glückselig, Xen. Apol. 32. – Adv., θεοφιλῶς ἔχειν Isocr. 4, 29.

Greek (Liddell-Scott)

θεοφῐλής: -ές, (φιλέω) ἀγαπητὸς τοῖς θεοῖς, τὸ τοῦ Ὁρατίου Diis carus, Ἡρόδ. 1. 87˙ πόλις Πίνδ. Ι. 6 (5). 96˙ ἀντίθετ. τῷ θεομισής, πόλιν... θεοφιλεστάτην Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 13˙ χώρα Αἰσχύλ. Εὐμ. 869 (ἐν τῷ ὑπερθ.)˙ τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 281˙ ἑορτὴ Ἀριστοφ. Βατρ. 443˙ μοῖρα Ξεν. Ἀπολ. 32˙ ἐπιτήδευμα Ἰσοκρ. 166C (ἐν τῷ συγκρ.), πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Α˙ ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 382Ε, κ. ἀλλ.: - θεοφιλές ἐστιν, εἰ..., σημεῖον θείας εὐνοίας εἶνε ἄν..., Πλούτ. 2. 30F. - Ἐπίρρ., θεοφιλῶς πράττω, ἐνεργῶ ὡς οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἢ θέλουσι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 134D. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 aimé des dieux, cher aux dieux;
2 fortuné, heureux;
Cp. θεοφιλέστερος, Sp. θεοφιλέστατος.
Étymologie: θεός, φιλέω.

English (Slater)

θεοφῐλής
   1 loved by heaven τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι Aigina (I. 6.66)

Greek Monolingual

-ές (AM θεοφιλής, -ές)
αυτός τον οποίο αγαπά ο θεός («οὐδεὶς τῶν ἀνοήτων καὶ μαινομένων θεοφιλής», Πλάτ.)
νεοελλ.-μσν.
(υπερθ.) θεοφιλέστατος
προσωνυμία χωροεπισκόπων και αρχιμανδριτών ή βασιλέων
αρχ.
αυτός που αγαπά τον θεό.
επίρρ...
θεοφιλῶς (AM)
1. με τρόπο αγαπητό στον θεό ή στους θεούς
2. με αγάπη προς τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φιλής (< φίλος), πρβλ. δημο-φιλής, προσ-φιλής].

Greek Monotonic

θεοφῐλής: ές (φίλος), αγαπητός στους θεούς, ο εξαιρετικά ευνοημένος, σε Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· επίρρ., θεοφιλῶς πράττειν, πράττω σύμφωνα με τη βούληση των θεών, σε Πλάτ.