θρέττε: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(17)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θρέττε]], τὸ (Α)<br />το [[θάρρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βαρβαρισμός για το [[θάρρος]]].
|mltxt=[[θρέττε]], τὸ (Α)<br />το [[θάρρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βαρβαρισμός για το [[θάρρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρέττε:''' τό, στον Αριστοφ., οὐκ [[ἔνι]] μοι τὸ [[θρέττε]], δεν έχω [[θάρρος]]· [[βαρβαρισμός]] αντί τὸ [[θράσος]].
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρέττε Medium diacritics: θρέττε Low diacritics: θρέττε Capitals: ΘΡΕΤΤΕ
Transliteration A: thrétte Transliteration B: thrette Transliteration C: thrette Beta Code: qre/tte

English (LSJ)

τό,= τὸ θρασύ, οὐκ ἔνι μοι τὸ θ., barbarism in Ar.Eq.17.

German (Pape)

[Seite 1217] τό, bei Ar. Equ. 17, komisch gebildetes Wort, Schol. θαρσαλέον, Hesych. ἀνδρεῖον, ἔστι δὲ ἀμετάφραστον, Droys. "Vorwärts, mit Anklang an das Trompetenschmettern".

French (Bailly abrégé)

(τό) :
indécl.
hardiesse.
Étymologie: cf. θρασύς.

Greek Monolingual

θρέττε, τὸ (Α)
το θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βαρβαρισμός για το θάρρος].

Greek Monotonic

θρέττε: τό, στον Αριστοφ., οὐκ ἔνι μοι τὸ θρέττε, δεν έχω θάρρος· βαρβαρισμός αντί τὸ θράσος.