κακοφραδής: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(18) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακοφραδής]], -ές (Α)<br />(ποιητ. λ.)<br /><b>1.</b> αυτός που διανοείται να διαπράξει [[κακά]] πράγματα, [[κακόβουλος]] («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>κακοφραδές</i><br />ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ολιγο</i>-[[φραδής]]. | |mltxt=[[κακοφραδής]], -ές (Α)<br />(ποιητ. λ.)<br /><b>1.</b> αυτός που διανοείται να διαπράξει [[κακά]] πράγματα, [[κακόβουλος]] («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>κακοφραδές</i><br />ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ολιγο</i>-[[φραδής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰκοφρᾰδής:''' -ές (φράζομαι), [[κακόβουλος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (φράζομαι) poet. word,
A bad in counsel, foolish, Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές Il.23.483, cf. A.R.3.936: neut., κακοφραδές, as Adv., foolishly, Euph.98.2.
German (Pape)
[Seite 1305] ές, Schlechtes sinnend, vorhabend, Il. 23, 483 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 936.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφρᾰδής: -ές, (φράζομαι), ὁ κακῶς ἐπιλογιζόμενος, «κακόβουλος» (Σχόλ.), Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδὲς Ἰλ. Ψ. 483, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 936· - οὐδ. κακοφραδές, ὡς Ἐπίρρ., ἀνοήτως, μωρῶς, Εὔφορος, ἐν Ἀποσπ. 50. Μόνον ποιητ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a de mauvais desseins, malveillant.
Étymologie: κακός, φράζομαι.
English (Autenrieth)
ές (φράζομαι): illjudging, perverse, Il. 23.483†.
Greek Monolingual
κακοφραδής, -ές (Α)
(ποιητ. λ.)
1. αυτός που διανοείται να διαπράξει κακά πράγματα, κακόβουλος («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) κακοφραδές
ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φραδής (< φράζω), πρβλ. ολιγο-φραδής.
Greek Monotonic
κᾰκοφρᾰδής: -ές (φράζομαι), κακόβουλος, σε Ομήρ. Ιλ.