κακόστρωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόστρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν [[είναι]] καλά στρωμένος, [[γεμάτος]] πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[στρώννυμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ορθό]]-<i>στρωτος</i>, <i>πορφυρό</i>-<i>στρωτος</i>].
|mltxt=[[κακόστρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν [[είναι]] καλά στρωμένος, [[γεμάτος]] πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[στρώννυμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ορθό]]-<i>στρωτος</i>, <i>πορφυρό</i>-<i>στρωτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόστρωτος:''' -ον, κακοστρωμένος, δηλ. [[γεμάτος]] πτυχές ή ρωγμές, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόστρωτος Medium diacritics: κακόστρωτος Low diacritics: κακόστρωτος Capitals: ΚΑΚΟΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kakóstrōtos Transliteration B: kakostrōtos Transliteration C: kakostrotos Beta Code: kako/strwtos

English (LSJ)

ον,

   A ill-spread, i. e. rugged, A.Ag.556.

German (Pape)

[Seite 1304] schlecht hingebreitet, vom schlechten Lager, Aesch. Ag. 542.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la couche est dure ou mauvaise.
Étymologie: κακός, στρώννυμι.

Greek Monolingual

κακόστρωτος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθό-στρωτος, πορφυρό-στρωτος].

Greek Monotonic

κᾰκόστρωτος: -ον, κακοστρωμένος, δηλ. γεμάτος πτυχές ή ρωγμές, σε Αισχύλ.