κακοθυμία: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[κακοθυμία]]) [[κακόθυμος]]<br />κακή [[διάθεση]], εχθρική [[διάθεση]], [[αποστροφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ανώμαλη [[κατάσταση]] του θυμικού, [[δυσθυμία]], [[βαρυθυμία]], [[ακεφιά]]. | |mltxt=η (Α [[κακοθυμία]]) [[κακόθυμος]]<br />κακή [[διάθεση]], εχθρική [[διάθεση]], [[αποστροφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ανώμαλη [[κατάσταση]] του θυμικού, [[δυσθυμία]], [[βαρυθυμία]], [[ακεφιά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰκοθῡμία:''' ἡ ([[θυμός]]), εχθρική [[διάθεση]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A malevolence, πρὸς ἀλλήλους Plu.Lyc.4.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, böse Gesinnung, Abneigung, ἡ πρὸς ἀλλήλους Plut. Lyc. 4.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοθῡμία: ἡ, ἐχθρικὴ διάθεσις, ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης τότε πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
malveillance, inimitié.
Étymologie: κακός, θυμός.
Greek Monolingual
η (Α κακοθυμία) κακόθυμος
κακή διάθεση, εχθρική διάθεση, αποστροφή
νεοελλ.
ανώμαλη κατάσταση του θυμικού, δυσθυμία, βαρυθυμία, ακεφιά.