καταγγελεύς: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταγγελεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί [[κάτι]] («ξένων δαιμόνων δοκεῑ καταγγελεὺς [[εἶναι]]», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγγελεύς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγγελος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εισ</i>-<i>αγγελεύς</i>, <i>υπ</i>-<i>αγγελεύς</i>]. | |mltxt=[[καταγγελεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί [[κάτι]] («ξένων δαιμόνων δοκεῑ καταγγελεὺς [[εἶναι]]», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγγελεύς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγγελος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εισ</i>-<i>αγγελεύς</i>, <i>υπ</i>-<i>αγγελεύς</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταγγελεύς:''' -έως, ὁ, = [[κατάγγελος]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ,
A one who proclaims, herald, ἀγώνων IG12(2).58a10 (Mytilene, i B.C.), cf. BSA26.163 (Sparta, ii A.D.); ξένων δαιμονίων Act.Ap.17.18.
German (Pape)
[Seite 1341] ὁ, der da meldet, verkündigt, ξένων δαιμονίων N. T.
Greek (Liddell-Scott)
καταγγελεύς: έως, ὁ, = κατάγγελος, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 18.
English (Strong)
from καταγγέλλω; a proclaimer: setter forth.
English (Thayer)
καταγγελεως, ὁ (καταγγέλλω, which see), "announcer (Vulg. annuntiator), proclaimer: with the genitive of the object, Acts 17:18. (Ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
καταγγελεύς, -έως, ὁ (Α)
αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί κάτι («ξένων δαιμόνων δοκεῑ καταγγελεὺς εἶναι», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. εισ-αγγελεύς, υπ-αγγελεύς].
Greek Monotonic
καταγγελεύς: -έως, ὁ, = κατάγγελος, σε Καινή Διαθήκη