καταμαντεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταμαντεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προλέγω]] [[εναντίον]] κάποιου ή για κάποιον [[κάτι]]<br /><b>2.</b> προιωνίζομαι, [[προμαντεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαντεύομαι]] «[[προλέγω]]»].
|mltxt=[[καταμαντεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προλέγω]] [[εναντίον]] κάποιου ή για κάποιον [[κάτι]]<br /><b>2.</b> προιωνίζομαι, [[προμαντεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαντεύομαι]] «[[προλέγω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταμαντεύομαι:''' αποθ., [[προφητεύω]], [[εικάζω]], [[υποθέτω]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμαντεύομαι Medium diacritics: καταμαντεύομαι Low diacritics: καταμαντεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΜΑΝΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katamanteúomai Transliteration B: katamanteuomai Transliteration C: katamanteyomai Beta Code: katamanteu/omai

English (LSJ)

   A foretell against or about one, τι τῶν ἐχθρῶν J.BJ 4.4.6; <αὐτὸς> αὑτοῦ σιωπὴν κ. Ath.15.686c; τοῦτο τῇ πόλει, c. fut. inf., App.Pun.77.    2 divine, surmise, ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα -μαντευόμενοι κρίνομεν Arist.Rh.1368a31; κ. τὸ μέλλον Plb.2. 22.7, etc.: c. gen., ἰητροῦ ἐστι -μαντεύσασθαι τῶν τοιούτων Hp.Art.9; κ. τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας Ath.14.634d; τοῦ εἰκότως συμβαίνοντος Hierocl.in CA10p.437M.; κ. περὶ τῶν γυναικῶν, ὁποῖαι . . Nicostr. ap.Stob.4.22.102, cf. Gal.15.907; ὑπέρ τινος Onos.36.2.

German (Pape)

[Seite 1362] wahrsagen gegen Einen, von Einem, τινός, Ath. XV, 686 c; – τινί τι, App. Pun. 77; – errathen, τὰ μέλλοντα, Arist. rhet. 1, 9, wie Pol. 2, 22, 7; τῆς ποιημάτων διανοίας Ath. XIV, 634 d; περὶ τῶν γυναικῶν ὁποῖαί τινες ἔσονται Nicostr. Stob. fl. 70, 12.

Greek (Liddell-Scott)

καταμαντεύομαι: μαντεύομαι, προλέγω ἐναντίον τινὸς ἢ περί τινος, τί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785, Ἀθήν. 686C, Κλήμ. Ἀλ. 690· τινί, μ. ἀπαρ. κατεμαντεύοντο τῇ πόλει μηδὲν ὀνήσειν Ἀπ. Καρχ. 77. 2) προοιωνίζομαι, εἰκάζω, καταμαντευόμενοι… τὰ μέλλοντα κρίνομεν, εἰκάζοντες, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 40, Πολύβ. 2. 22, 7, κτλ.· Ἀρίσταρχος ὁ γραμματικός, ὃν μάντιν ἐκάλει Παναίτιος διὰ τὸ ρᾳδίως καταμαντεύεσθαι τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας= διὰ τῆς εἰκασίας ἐπιτυγχάνει, Ἀθήν. 634C·― ὡσαύτως μετὰ γεν. ἐμπρθτ., Ἀθήν. 634D· κατ. περὶ τῶν γυναικῶν πόρρωθεν, ὁποῖαι…, Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 427. 25· πρβλ. μαντεύομαι, Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

conjecturer (l’avenir) acc..
Étymologie: κατά, μαντεύω.

Greek Monolingual

καταμαντεύομαι (Α)
1. προλέγω εναντίον κάποιου ή για κάποιον κάτι
2. προιωνίζομαι, προμαντεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μαντεύομαι «προλέγω»].

Greek Monotonic

καταμαντεύομαι: αποθ., προφητεύω, εικάζω, υποθέτω, σε Αριστ.