καταπρίω: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταπρίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σχίζω]] με το [[πριόνι]], καταπριονίζω<br /><b>2.</b> [[σχίζω]] εντελώς<br /><b>3.</b> [[τεμαχίζω]], [[κομματιάζω]] με τα δόντια<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καταπρίομαι</i><br /><b>μτφ.</b> κατατρώγομαι, βασανίζομαι από τη [[θλίψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πρίω]] «[[πριονίζω]]»]. | |mltxt=[[καταπρίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σχίζω]] με το [[πριόνι]], καταπριονίζω<br /><b>2.</b> [[σχίζω]] εντελώς<br /><b>3.</b> [[τεμαχίζω]], [[κομματιάζω]] με τα δόντια<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καταπρίομαι</i><br /><b>μτφ.</b> κατατρώγομαι, βασανίζομαι από τη [[θλίψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πρίω]] «[[πριονίζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-πριοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πριονίζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κόβω]] ή [[κατασπαράττω]], [[ξεσχίζω]] σε κομμάτια, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῑ],
A saw up, κορμοὺς ξύλων Hdt.7.36; saw asunder, LXXSu.59. 2 cut or bite into pieces, κύμινον Theoc.10.55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al.283.
German (Pape)
[Seite 1372] (s. πρίω), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, theilen, κύμινον Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.
Greek (Liddell-Scott)
καταπρίω: ῑ, καταπριονίζω, σχίζω διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) κατακόπτω ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ κύμινον Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- ὡσαύτως -πρίζω, διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.
French (Bailly abrégé)
scier, couper.
Étymologie: κατά, πρίω.
Greek Monolingual
καταπρίω (Α)
1. σχίζω με το πριόνι, καταπριονίζω
2. σχίζω εντελώς
3. τεμαχίζω, κομματιάζω με τα δόντια
4. παθ. καταπρίομαι
μτφ. κατατρώγομαι, βασανίζομαι από τη θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πρίω «πριονίζω»].
Greek Monotonic
καταπρίω: [ῑ], μέλ. -πριοῦμαι,
1. πριονίζω, σε Ηρόδ.
2. κόβω ή κατασπαράττω, ξεσχίζω σε κομμάτια, σε Θεόκρ.