κατασπέρχω: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατασπέρχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να προχωρεί [[γρήγορα]]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) [[πνέω]] με [[ορμή]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τo κατασπέρχον</i><br />[[υπόθεση]] που δεν επιδέχεται [[αναβολή]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κατασπέρχομαι</i><br />επείγομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σπέρχω]] «[[θέτω]] σε γρήγορη [[κίνηση]]»]. | |mltxt=[[κατασπέρχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να προχωρεί [[γρήγορα]]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) [[πνέω]] με [[ορμή]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τo κατασπέρχον</i><br />[[υπόθεση]] που δεν επιδέχεται [[αναβολή]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κατασπέρχομαι</i><br />επείγομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σπέρχω]] «[[θέτω]] σε γρήγορη [[κίνηση]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατασπέρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατεπείγω]], σε Αριστοφ.· απόλ., <i>κατασπέρχον</i>, επείγον, αυτό που πιέζει, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A urge on, λῃστὰς δορί with a spear, Ar.Ach.1188; ἐλάτῃσι νῆα Opp.H.4.91; ὁ ἄνεμος ἰσχυρῶς -έσπερχε drove [them] on, D.C.41.46; κατασπέρχον, of circumstances, urgent, pressing, Th.4.126:—Pass., to be driven on, J.BJ4.2.4.
German (Pape)
[Seite 1380] beschleunigen, antreiben; λῃστὰς ἐλαύνων καὶ κατασπέρχων δορί Ar. Ach. 1188; Thuc. 4, 126 u. Sp., wie Nic. Th. 917; ὁ ἄνεμος ἰσχυρῶς κατέσπερχε D. Cass. 41, 46.
Greek (Liddell-Scott)
κατασπέρχω: μέλλ. -ξω, πρβλ. ἐπισπέρχω, κατεπείγω, ὠθῶ καὶ ἀναγκάζω τινὰ νὰ προχωρήσῃ μὲ ταχὺ βῆμα, ἐλαύνων καὶ κ. λῃστὰς δορί, μὲ τὸ δόρυ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1188· νῆα ἐλάτῃσι Ὀππ. Ἁλ. 4. 91, = τοῖς ἐρετμοῖς ἐλαύνειν ταχέως· -ἀπολ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, εἶμαι ἰσχυρός, πνέω μεθ’ ὁρμῆς, Δίων Κ. 41. 46· κατασπέρχον, ἐπὶ περιστάσεων, κατεπεῖγον, ὑπόθεσις μὴ ἐπιδεχομένη ἀναβολήν, Θουκ. 4. 126· ὄψει καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον, κινοῦν εἰς δειλίαν, ἐκπλῆττον, Σχολ.- Παθ., καταπλήττομαι, ἐπείγομαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
pousser vivement, fig. secouer ; effrayer par la vie et par le bruit en parl. d’événements.
Étymologie: κατά, σπέρχω.
Greek Monolingual
κατασπέρχω (Α)
1. αναγκάζω κάποιον να προχωρεί γρήγορα
2. (για άνεμο) πνέω με ορμή
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τo κατασπέρχον
υπόθεση που δεν επιδέχεται αναβολή
4. παθ. κατασπέρχομαι
επείγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σπέρχω «θέτω σε γρήγορη κίνηση»].
Greek Monotonic
κατασπέρχω: μέλ. -ξω, κατεπείγω, σε Αριστοφ.· απόλ., κατασπέρχον, επείγον, αυτό που πιέζει, σε Θουκ.