κατασχίζω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κατασκίζω]] (AM [[κατασχίζω]], Μ και [[κατασκίζω]])<br />[[σχίζω]] [[κάτι]] εντελώς, το [[κάνω]] κομμάτια, [[κατακομματιάζω]], [[καταξεσκίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>κατασχίζομαι</i><br />κατατραυματίζομαι, καταπληγώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[ανοίγω]] [[κάτι]] διά της βίας, [[κατακόβω]], [[σπάζω]]<br /><b>2.</b> (και παθ.) <i>κατασχίζομαι</i><br />(για [[νεύρα]] ή φλέβες ή φύλλα) [[διακλαδίζομαι]]. | |mltxt=και [[κατασκίζω]] (AM [[κατασχίζω]], Μ και [[κατασκίζω]])<br />[[σχίζω]] [[κάτι]] εντελώς, το [[κάνω]] κομμάτια, [[κατακομματιάζω]], [[καταξεσκίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>κατασχίζομαι</i><br />κατατραυματίζομαι, καταπληγώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[ανοίγω]] [[κάτι]] διά της βίας, [[κατακόβω]], [[σπάζω]]<br /><b>2.</b> (και παθ.) <i>κατασχίζομαι</i><br />(για [[νεύρα]] ή φλέβες ή φύλλα) [[διακλαδίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατασχίζω:''' μέλ. <i>-σχίσω</i>, [[σχίζω]] [[κάτι]] εντελώς, [[κατακόπτω]], [[διαχωρίζω]], σε Αριστοφ. — Μέσ., κατεσχίσω τὸ [[ῥάκος]], στον ίδ.· κατασχ. [[τὰς]] πύλας, τις [[ανοίγω]] βίαια, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -
A σχίσω X.An.7.1.16:—cleave asunder, split, slit, Ar.V.239, cj. in Hp.Mochl.36 (Pass.); κ. τὰς πύλας, τὰς θύρας, burst them open, X. l.c., D.21.79; tear, τοὺς χιτωνίσκους Phld.Ir.p.39 W.: —Med., κατεσχίσω τὸ ῥάκος Ar.Ra.405 (lyr.):—Pass., of nerves or veins, branch, Gal.2.390, 8.65; of leaves, Dsc.2.130.
Greek (Liddell-Scott)
κατασχίζω: μέλλ. -σχίσω, σχίζω τι ἐντελῶς, κατακόπτω, κ. τὸν κόρκορον Ἀριστοφ. Σφ. 239, πρβλ. Ἱππ. Μοχλ. 86·- Μέσ. κατεσχίσω… τὸ ῥάκος Ἀριστοφ. Βάτρ. 403· κατασχίζω τὰς πύλας, τὰς θύρας, ἀνοίγω διὰ τῆς βίας, κατκόπτω, σπῶ, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 16, Δημ. 540. 2.
French (Bailly abrégé)
briser, détruire, acc..
Étymologie: κατά, σχίζω.
Greek Monolingual
και κατασκίζω (AM κατασχίζω, Μ και κατασκίζω)
σχίζω κάτι εντελώς, το κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω, καταξεσκίζω
μσν.
μέσ. κατασχίζομαι
κατατραυματίζομαι, καταπληγώνομαι
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγω κάτι διά της βίας, κατακόβω, σπάζω
2. (και παθ.) κατασχίζομαι
(για νεύρα ή φλέβες ή φύλλα) διακλαδίζομαι.
Greek Monotonic
κατασχίζω: μέλ. -σχίσω, σχίζω κάτι εντελώς, κατακόπτω, διαχωρίζω, σε Αριστοφ. — Μέσ., κατεσχίσω τὸ ῥάκος, στον ίδ.· κατασχ. τὰς πύλας, τις ανοίγω βίαια, σε Ξεν.