κατωφερής: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[κατωφερής]], -ές)<br />[[κατηφορικός]] («κατωφερές [[μέρος]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βαρύς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[προς]] τα [[κάτω]] («[[κεφαλή]] [[κατωφερής]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ροπή]] [[προς]] τις ηδονές, [[λάγνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατωφερώς</i> (ΑΜ κατωφερῶς)<br />με [[κλίση]] [[προς]] τα [[κάτω]], κατηφορικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανω</i>-<i>φερής</i>, <i>παρεμ</i>-<i>φερής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[κατωφερής]], -ές)<br />[[κατηφορικός]] («κατωφερές [[μέρος]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βαρύς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[προς]] τα [[κάτω]] («[[κεφαλή]] [[κατωφερής]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ροπή]] [[προς]] τις ηδονές, [[λάγνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατωφερώς</i> (ΑΜ κατωφερῶς)<br />με [[κλίση]] [[προς]] τα [[κάτω]], κατηφορικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανω</i>-<i>φερής</i>, <i>παρεμ</i>-<i>φερής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατωφερής:''' -ές, = [[κάτω]] φερόμενος, αυτός που έχει [[κλίση]] προς τα [[κάτω]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωφερής Medium diacritics: κατωφερής Low diacritics: κατωφερής Capitals: ΚΑΤΩΦΕΡΗΣ
Transliteration A: katōpherḗs Transliteration B: katōpherēs Transliteration C: katoferis Beta Code: katwferh/s

English (LSJ)

ές,

   A = κάτω φερόμενος, hanging down, κεφαλή X.Cyn.5.30 (v.l. καταφερής); steep, κατάβασις Plb.3.54.5; κ. θέσις sloping posture, Sor.2.60; descending, χελώνη Orib.49.4.51; with a downward tendency, heavy, στοιχεῖα, opp. ἀνωφερής, Stoic.2.175, al., cf. Herm ap.Stob.1.49.68, Simp.in Ph.386.23; ὁρμή Eust.603.39. Adv. -ρῶς Vett. Val.153.4; gloss on κατωκάρα, Sch.Ar.Pax152.    II metaph., prone to vice, lewd, v.l. for καταφερής in Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f, cf. Vett. Val.18.3, EM 451.2; κ. εἰς τὰ ἀφροδίσια Hsch. s.v. Σαλαβακχώ.

German (Pape)

[Seite 1407] ές, = καταφερής, oft als v. l. dafür; sicher erst bei Sp., wie Schol. Ar. Ran. 127; vgl. Lob. zu Phryn. 439.

Greek (Liddell-Scott)

κατωφερής: -ές, = κάτω φερόμενος, πρὸς τὰ κάτω κεκλιμένος, κεφαλὴ Ξεν. Κυν. 5. 30 (διάφ. γραφ. καταφερής)· ἀντίθ. τῷ ἀνωφερής, Πολύβ. 3. 54, 5. ΙΙ. μεταφ., ἔχων διάθεσιν πρὸς τὸ κακόν, αἰσχρός, ἀχρεῖος, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281F, Ἡσύχ.- Ἐπίρρ. -ρῶς, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 152.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui pend;
2 incliné, pentu, abrupt;
3 qui a tendance à tomber, lourd.
Étymologie: κάτω, φέρω.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ κατωφερής, -ές)
κατηφορικός («κατωφερές μέρος»)
μσν.-αρχ.
βαρύς
αρχ.
1. αυτός που κλίνει προς τα κάτωκεφαλή κατωφερής», Ξεν.)
2. αυτός που έχει ροπή προς τις ηδονές, λάγνος.
επίρρ...
κατωφερώς (ΑΜ κατωφερῶς)
με κλίση προς τα κάτω, κατηφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -φερής (< φέρω), πρβλ. ανω-φερής, παρεμ-φερής].

Greek Monotonic

κατωφερής: -ές, = κάτω φερόμενος, αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω, σε Ξεν.