καταφρονητικός: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καταφρονετικός, -ή, -ό (AM [[καταφρονητικός]], -ή, -όν) [[καταφρονητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για [[περιφρόνηση]] ή με τρόπο περιφρονητικό<br /><b>2.</b> αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την [[τάση]] να περιφρονεί τους άλλους, [[υπερόπτης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταφρονητικά</i> (AM καταφρονητικῶς)<br />περιφρονητικά, υπεροπτικά.
|mltxt=και καταφρονετικός, -ή, -ό (AM [[καταφρονητικός]], -ή, -όν) [[καταφρονητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για [[περιφρόνηση]] ή με τρόπο περιφρονητικό<br /><b>2.</b> αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την [[τάση]] να περιφρονεί τους άλλους, [[υπερόπτης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταφρονητικά</i> (AM καταφρονητικῶς)<br />περιφρονητικά, υπεροπτικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταφρονητικός:''' -ή, -όν, [[επιρρεπής]] στην [[περιφρόνηση]], σε Αριστ.· επίθ. -[[κῶς]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφρονητικός Medium diacritics: καταφρονητικός Low diacritics: καταφρονητικός Capitals: ΚΑΤΑΦΡΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kataphronētikós Transliteration B: kataphronētikos Transliteration C: katafronitikos Beta Code: katafronhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A contemptuous, disdainful, Arist.EN1124b29, Rh.1379b31, 1388b25, Plu. 2.4of: c. gen., Phld.Herc.1457.10, Porph.Abst.3.27. Adv. -κῶς Pl. Tht.161c, X.HG4.1.17,5.3.1, D.43.72 (καταφρονικός Gal.17(1).188, and Adv. -κῶς v.l. in App.BC2.45, are incorrectly written).

Greek (Liddell-Scott)

καταφρονητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ καταφρονεῖν τῶν ἄλλων, ὁ ἐκ φύσεως κλίνων εἰς τὸ νὰ περιφρονῇ τοὺς ἄλλους, ἀντιθ. τῷ θαυμαστικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 28, Ρητ. 2. 2, 24., 11. 7· οἱ καταφρονητικοὶ καὶ θρασεῖς Πλουτ. Ἠθ. σ. 40· καὶ ἐπιρρημ., καταφρονητικώτερον πρὸς αὐτοὺς διατεθήσονται Ἄννα Κομν. 402 Α ·- Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 161C, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 17., 5. 3, 1, Δημ. 1075, 11· κ. τῶν εὐτελεστέρων Φιλ. Α´, 927. 30· ὀλιγώρως καὶ κ. Πλουτ Λύσ. 11, κτλ.·- Ὁ Λοβ. (ἐν Φρυνίχ. 520) σημειοῖ τὸν τύπον καταφρονικὸς παρ᾽ Ἀππ. καὶ Γαλην., ὡς ἐσφαλμένον.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
méprisant, dédaigneux.
Étymologie: καταφρονητής.

Greek Monolingual

και καταφρονετικός, -ή, -ό (AM καταφρονητικός, -ή, -όν) καταφρονητής
1. αυτός που γίνεται για περιφρόνηση ή με τρόπο περιφρονητικό
2. αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την τάση να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης.
επίρρ...
καταφρονητικά (AM καταφρονητικῶς)
περιφρονητικά, υπεροπτικά.

Greek Monotonic

καταφρονητικός: -ή, -όν, επιρρεπής στην περιφρόνηση, σε Αριστ.· επίθ. -κῶς, σε Ξεν.