κολοσσός: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[κολοσσός]], Α και κολοττός, ό, και [[κολοσσός]], ή)<br />[[ανδριάντας]] υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο [[άγαλμα]] (α. «ο Κολοσσός της Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῡ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]] («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] [[κολοσσός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μία [[ιδιότητα]] σε υπέρτατο βαθμό («[[είναι]] [[κολοσσός]] εντιμότητας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι [[μάλλον]] μεσογειακό [[δάνειο]]<br />στη [[διατύπωση]] της υπόθεσης αυτής συντελεί η [[εμφάνιση]] του επιθήματος -<i>σσός</i>. Συνδέεται με τα τοπωνύμια <i>Κολοσσαί</i>, <i>Κολοφών</i>]. | |mltxt=ο (AM [[κολοσσός]], Α και κολοττός, ό, και [[κολοσσός]], ή)<br />[[ανδριάντας]] υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο [[άγαλμα]] (α. «ο Κολοσσός της Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῡ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]] («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] [[κολοσσός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μία [[ιδιότητα]] σε υπέρτατο βαθμό («[[είναι]] [[κολοσσός]] εντιμότητας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι [[μάλλον]] μεσογειακό [[δάνειο]]<br />στη [[διατύπωση]] της υπόθεσης αυτής συντελεί η [[εμφάνιση]] του επιθήματος -<i>σσός</i>. Συνδέεται με τα τοπωνύμια <i>Κολοσσαί</i>, <i>Κολοφών</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κολοσσός:''' ὁ, Κολοσσός, λέγεται για τα τεράστια αγάλματα στους ναούς της Αιγύπτου, σε Ηρόδ.· γενικά, [[άγαλμα]], σε Αισχύλ., Θεόκρ.· ο πιο [[διάσημος]] Κολοσσός ήταν αυτός του Απόλλωνα στη Ρόδο, [[εβδομήντα]] πήχεις ψηλός, φτιαγμένος στον καιρό του Δημητρίου του Πολιορκητή, σε Λουκ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ (also ἡ, v. infr.), κολοττ- D.S.1.67:—
A colossus, gigantic statue, in Hdt. always of Egyptian works, 2.130, al.; of other colossal statues, Thphr.Fr.128, Sopat.1, Plb.18.16.2, Plin.HN34.45, Luc.Hist.Conscr.23, D.C.66.15; ὁ κ. ὁ ἡμαρτημένος Longin.36.3; dub. in IG12.577, 12(3).1015. 2 generally, statue, A.Ag.416 (lyr.), Schwyzer 89.17 (Argos, iii B.C.), Theoc.22.47; of small images, κολοσὸς (acc. pl.), . . ἔρσενα καὶ θήλειαν ἢ καλίνος ἢ γαίνος Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene): also fem., τὰς κ. ibid.
German (Pape)
[Seite 1475] ὁ, der Koloß, die Riesenbildsäule, über Lebensgröße; Her. 2, 149. 175; ξύλινοι, χάλκεοι, 3, 130. 152; εὔμορφοι Aesch. Ag. 405; übh. Bildsäule, Theocr. 22, 47; τοῦ Ἡρακλέους Plut. Fab. 22 u. A. Bes. der 70 Ellen hohe, dem Sonnengotte zu Ehren errichtete eherne Koloß auf Rhodus, Luc. histor. conscr. 23; vgl. Plut. ad princ. inerud. 2. – Nach E. M. von κολούειν – ὄσσε, ὡς μὴ ἐφικνουμένων τῶν ὀφθαλμῶν ὁρᾶν.
Greek (Liddell-Scott)
κολοσσός: ὁ, γιγαντιαῖον ἄγαλμα, παρ’ Ἡροδ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν κολοσσιαίων, ἀγαλμάτων τῶν ἐν τοῖς ναοῖς τῶν Αἰγυπτίων, 2. 130, 131, 143, 149, καὶ ἀλλ.· τινὰ αὐτῶν μνημονεύονται ὡς ἔχοντα ὕψος εἴκοσι ποδῶν, 2. 176· ἕτερα 75 ποδῶν, αὐτόθι· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, ὡς φαίνεται, καὶ ἁπλῶς ἄγαλμα ἄνευ ἀναφορᾶς εἰς τὸ μέγεθος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 416 (τὸ μόνον χωρίον ἔνθα εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ.), Θεόκρ. 22. 47· κολοττὸς ἐν Διοδ. 1. 67. ― Ὁ περιφημότατος κολοσσὸς ἦτο ὁ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Ρόδῳ ἔχων ὕψος ἑβδομήκοντα πήχεων, κατασκευασθεὶς κατὰ τοὺς χρόνους Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 23, κτλ.· πρβλ. λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
colosse, statue de dimensions énormes.
Étymologie: DELG emprunt médit. certain.
Greek Monolingual
ο (AM κολοσσός, Α και κολοττός, ό, και κολοσσός, ή)
ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο άγαλμα (α. «ο Κολοσσός της Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῡ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. υπερμεγέθης, πελώριος («αυτός ο άνθρωπος είναι κολοσσός»)
2. αυτός που έχει μία ιδιότητα σε υπέρτατο βαθμό («είναι κολοσσός εντιμότητας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι μάλλον μεσογειακό δάνειο
στη διατύπωση της υπόθεσης αυτής συντελεί η εμφάνιση του επιθήματος -σσός. Συνδέεται με τα τοπωνύμια Κολοσσαί, Κολοφών].
Greek Monotonic
κολοσσός: ὁ, Κολοσσός, λέγεται για τα τεράστια αγάλματα στους ναούς της Αιγύπτου, σε Ηρόδ.· γενικά, άγαλμα, σε Αισχύλ., Θεόκρ.· ο πιο διάσημος Κολοσσός ήταν αυτός του Απόλλωνα στη Ρόδο, εβδομήντα πήχεις ψηλός, φτιαγμένος στον καιρό του Δημητρίου του Πολιορκητή, σε Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).