λάτρευμα: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λάτρευμα]], τὸ (Α) [[λατρεύω]]<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ λατρεύματα</i><br />α) [[υπηρεσία]] που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» — επίπονη μισθωτή [[υπηρεσία]], <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[λατρεία]] που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῑν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θεράπων]], [[υπηρέτης]], [[δούλος]] («ὅς με... Ἑλλάδι [[λάτρευμα]] γᾱθεν ἐξορίζει», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[λάτρευμα]], τὸ (Α) [[λατρεύω]]<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ λατρεύματα</i><br />α) [[υπηρεσία]] που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» — επίπονη μισθωτή [[υπηρεσία]], <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[λατρεία]] που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῑν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θεράπων]], [[υπηρέτης]], [[δούλος]] («ὅς με... Ἑλλάδι [[λάτρευμα]] γᾱθεν ἐξορίζει», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λάτρευμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> στον πληθ., μισθωτή [[υπηρεσία]], <i>πόνων λατρεύματα</i>, επίπονη, οδυνηρή [[υπηρεσία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπηρεσία]], [[λατρεία]] στους θεούς, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[λάτρις]], [[μισθωτός]] [[υπηρέτης]], [[δούλος]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, in pl.,
A service for hire, πόνων λατρεύματα painful service, S.Tr.357. 2 service paid to the gods, worship, E.IT1275 (lyr.). II = λάτρις, slave, Id.Tr.1106 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 18] τό, der Dienst um Lohn, Dienst; οὐδ' ἐπ' Ὀμφάλῃ πόνων λατρεύματα Soph. Trach. 356; Eur. I. T. 1275. – Der Knecht, Diener, Eur. Troad. 1105.
Greek (Liddell-Scott)
λάτρευμα: τό, ἐν τῷ πληθ., ὑπηρεσία ἐπὶ μισθῷ, πόνων λατρεύματα, ἐπίπονος, ὀδυνηρὰ ὑπηρεσία, Σοφ. Τρ. 357· ― ὑπηρεσία, λατρεία εἰς τοὺς θεούς, Εὐρ. Ι. Τ. 1275. ΙΙ. = λάτρις, ὡς τὸ Λατ. servitium = servus, δοῦλος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1106.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
service de mercenaire ; p. ext. service des dieux, culte.
Étymologie: λατρεύω.
Greek Monolingual
λάτρευμα, τὸ (Α) λατρεύω
1. στον πληθ. τὰ λατρεύματα
α) υπηρεσία που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» — επίπονη μισθωτή υπηρεσία, Σοφ.)
β) λατρεία που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῑν», Ευρ.)
2. θεράπων, υπηρέτης, δούλος («ὅς με... Ἑλλάδι λάτρευμα γᾱθεν ἐξορίζει», Ευρ.).
Greek Monotonic
λάτρευμα: -ατος, τό,
I. 1. στον πληθ., μισθωτή υπηρεσία, πόνων λατρεύματα, επίπονη, οδυνηρή υπηρεσία, σε Σοφ.
2. υπηρεσία, λατρεία στους θεούς, σε Ευρ.
II. = λάτρις, μισθωτός υπηρέτης, δούλος, στον ίδ.