λόχιος: Difference between revisions

From LSJ

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[λόχιος]], -ία, -ον, θηλ. και -ίη) [[λόχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λεχώνα]] ή στη [[λοχεία]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[λόχια]]<br />τα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη [[μήτρα]] [[κατά]] τη [[λοχεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ λοχία</i> ή <i>ἡ λοχίη</i><br />η [[λεχώνα]]<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λοχία</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) ο [[τοκετός]], η [[γέννα]]<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μαῑα» και «λοχίαν τὴν εὐτραφῆ καὶ ἁδροὺς στάχυας φέρουσαν».
|mltxt=-α, -ο (Α [[λόχιος]], -ία, -ον, θηλ. και -ίη) [[λόχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λεχώνα]] ή στη [[λοχεία]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[λόχια]]<br />τα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη [[μήτρα]] [[κατά]] τη [[λοχεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ λοχία</i> ή <i>ἡ λοχίη</i><br />η [[λεχώνα]]<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λοχία</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) ο [[τοκετός]], η [[γέννα]]<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μαῑα» και «λοχίαν τὴν εὐτραφῆ καὶ ἁδροὺς στάχυας φέρουσαν».
}}
{{lsm
|lsmtext='''λόχιος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στον τοκετό, [[λόχια]] νοσήματα, [[λοχεία]], [[κλίνη]] τοκετού, σε Ευρ.· <i>ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Λοχία</i>, <i>ἡ</i>, επίθ. της Άρτεμης <i>Εἰλειθυίας</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[λόχια]], <i>τά</i>, [[γέννηση]], [[γέννα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόχιος Medium diacritics: λόχιος Low diacritics: λόχιος Capitals: ΛΟΧΙΟΣ
Transliteration A: lóchios Transliteration B: lochios Transliteration C: lochios Beta Code: lo/xios

English (LSJ)

α, ον,

   A of or belonging to child-birth, λ. νοσήματα childbed, E. El.656; ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι Id.Ba.89 (lyr.), cf. Ion452 (lyr.); λόχιαι . . Μοῖραι prob. in Id.IT206 (lyr.); λοχίης ἐκ νηδύος A.R.4.706.    2 λοχίη, = Lat. foeta or puerpera, Opp.C.3.292.    b λόχιαι, αἱ, = λοχεῖαι, Euph.9.11.    II Λοχία, ἡ, epith. of Artemis, E.IT1097, Supp.958 (both lyr.), cf. SIG1219.33 (Gambreum, iii B.C.):—also Λοχεία, q.v.    III λόχια, τά, discharge after child-birth, Hp.Nat. Puer.18, Arist.HA573a9 (ἡ λοχίη κάθαρσις Hp.Mul.1.29, al.).    2 child-birth, AP7.375 (Antiphil.), 9.311 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 66] = λοχεῖος; λόχια ἄλγη, Geburtsschmerzen, Antp. Sid. 85 (VII, 164); – Ἄρτεμις λοχία, die den Gebärenden hilft, Eur. Suppl. 982, wie Hesych. λοχία durch μαῖα erkl.; – τὰ λόχια. die Reinigung der Kindbetterinn, Arist. H. A. 6, 18. – Auch = trächtig, Opp. Cyn. 3, 392.

Greek (Liddell-Scott)

λόχιος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τοκετόν, λ. νοσήματα, λοχεία, κλίνη τοκετοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 636· ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαις ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 89, πρβλ. Ἴωνα 452· περὶ τοῦ χωρίου ἐν Ἰφ. ἐν Τ. 206, ἴδε παιδεία· λοχίης ἐκ νηδύος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 706. 2) λοχίη, = τῷ Λατ. foeta ἢ puerpera, Ὀππ. Κυν. 3. 292. ΙΙ. Λοχία, ἡ, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος Εἰλειθυίας, Εὐρ. Ι. Τ. 1097· Ἄρτεμις Λοχία ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 958, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3562· λοχεία αὐτόθι 1768. ΙΙΙ. λόχια, τά, ἡ μετὰ τὸν τοκετὸν ῥύσις, Ἱππ. 239. 32., 240. 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 21· (ἡ λοχίη κάθαρσις Ἱππ. 601. 48, κτλ). 2) αὐτὸς ὁ τοκετός, γέννα, Ἀνθ. Π. 7. 375., 9. 311.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne l’accouchement, qui préside à la naissance ; ἡ Λοχία Artémis, la déesse des accouchements.
Étymologie: λόχος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λόχιος, -ία, -ον, θηλ. και -ίη) λόχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στη λοχεία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λόχια
τα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα κατά τη λοχεία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λοχία ή ἡ λοχίη
η λεχώνα
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λοχία
προσωνυμία της Αρτέμιδος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ο τοκετός, η γέννα
5. (κατά τον Ησύχ.) «μαῑα» και «λοχίαν τὴν εὐτραφῆ καὶ ἁδροὺς στάχυας φέρουσαν».

Greek Monotonic

λόχιος: -α, -ον,
I. αυτός που ανήκει στον τοκετό, λόχια νοσήματα, λοχεία, κλίνη τοκετού, σε Ευρ.· ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι, στον ίδ.
II. Λοχία, , επίθ. της Άρτεμης Εἰλειθυίας, στον ίδ.
III. λόχια, τά, γέννηση, γέννα, σε Ανθ.