λυτός: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λυτός]], -ή, -όν) [[λύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]] από [[δεσμά]], λυμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βάζω]] λυτούς και δεμένους» — [[καταβάλλω]] [[κάθε]] δυνατή [[προσπάθεια]], [[χρησιμοποιώ]] όλα τα [[μέσα]]<br /><b>μσν.</b><br />απαλλαγμένος από [[καταδίκη]], [[δέσμευση]] ή [[υποχρέωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να λυθεί από κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διαλύσει [[κάποιος]] εύκολα, [[ευδιάλυτος]]<br /><b>3.</b> (για [[επιχείρημα]]) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λυτά</i> (Μ)<br />ελεύθερα, [[χωρίς]] [[δέσμευση]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λυτός]], -ή, -όν) [[λύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]] από [[δεσμά]], λυμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βάζω]] λυτούς και δεμένους» — [[καταβάλλω]] [[κάθε]] δυνατή [[προσπάθεια]], [[χρησιμοποιώ]] όλα τα [[μέσα]]<br /><b>μσν.</b><br />απαλλαγμένος από [[καταδίκη]], [[δέσμευση]] ή [[υποχρέωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να λυθεί από κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διαλύσει [[κάποιος]] εύκολα, [[ευδιάλυτος]]<br /><b>3.</b> (για [[επιχείρημα]]) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λυτά</i> (Μ)<br />ελεύθερα, [[χωρίς]] [[δέσμευση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῠτός:''' -ή, -όν ([[λύω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να λύσει [[κάποιος]], να ανατρέψει σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για λογικά επιχειρήματα, ανασκευάσιμος, [[ανατρέψιμος]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυτός Medium diacritics: λυτός Low diacritics: λυτός Capitals: ΛΥΤΟΣ
Transliteration A: lytós Transliteration B: lytos Transliteration C: lytos Beta Code: luto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that may be untied, Pl.Ti.41b, al.    II that may be dissolved, soluble, ὑφ' ὕδατος ib.60d, cf. Arist. Mete.383b13. Adv. -τῶς solubly, Id.PA649a32.    III of arguments and problems, refutable, soluble, Id.Rh.1357b13.

Greek (Liddell-Scott)

λῠτός: -ή, -όν, (λύω) ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, Πλάτ. Τίμ. 41Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, εὐδιάλυτος, ὑπό τινος αὐτόθι 43D, 60D, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12: ― λυτῶς ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 25. ΙΙΙ. ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων καὶ δυσκολιῶν, ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, νὰ ἀναιρέσῃ, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut être résolu ou réfuté.
Étymologie: adj. verb. de λύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λυτός, -ή, -όν) λύω
νεοελλ.
1. ελεύθερος από δεσμά, λυμένος
2. φρ. «βάζω λυτούς και δεμένους» — καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα
μσν.
απαλλαγμένος από καταδίκη, δέσμευση ή υποχρέωση
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να λυθεί από κάποιον
2. αυτός τον οποίο μπορεί να διαλύσει κάποιος εύκολα, ευδιάλυτος
3. (για επιχείρημα) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί.
επίρρ...
λυτά (Μ)
ελεύθερα, χωρίς δέσμευση.

Greek Monotonic

λῠτός: -ή, -όν (λύω
I. αυτός τον οποίο μπορεί να λύσει κάποιος, να ανατρέψει σε Πλάτ.
II. λέγεται για λογικά επιχειρήματα, ανασκευάσιμος, ανατρέψιμος, σε Αριστ.