μάρσιπος: Difference between revisions

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχειtime and tide wait for no man

Source
(24)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μάρσιπος]] και [[μάρσιππος]])<br />[[σάκος]] από [[δέρμα]] ή στερεό ύφασμα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[θύλακος]] που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη [[μεταφορά]] τών νεογνών τους<br /><b>2.</b> [[βαλίτσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάπλασμα]]<br /><b>2.</b> [[κρησάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για [[δάνειο]] από την Ιρανική (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. περσ. <i>mars</i><i>ū</i>- «[[κοιλιά]]») δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=ο (Α [[μάρσιπος]] και [[μάρσιππος]])<br />[[σάκος]] από [[δέρμα]] ή στερεό ύφασμα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[θύλακος]] που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη [[μεταφορά]] τών νεογνών τους<br /><b>2.</b> [[βαλίτσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάπλασμα]]<br /><b>2.</b> [[κρησάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για [[δάνειο]] από την Ιρανική (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. περσ. <i>mars</i><i>ū</i>- «[[κοιλιά]]») δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάρσῐπος:''' ὁ, [[σάκος]], [[θύλακας]], Λατ. [[marsupium]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 97] ὁ, od. μάρσυπος, auch μάρσιππος geschrieben, das lat. marsupium, Beutel, Sack, Tasche, Xen. An. 4, 3, 11; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μάρσῐπος: ὁ, σάκκος, θύλακος, Λατ. marsupium, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11, Διόδ. 20. 41· ― ὑποκορ., μαρσίπιον, τό, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Ἀπολλ. Καρύστ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 152, Ἑβδ. (Γέν. ΜΒ΄, 27, 28). ― Ἀμφότεροι οἱ τύποι ἐνίοτε φέρονται διὰ διπλοῦ π· καὶ μαρσύπιον ἢ -ειον ἀπαντῶσιν ὡσαύτως ὡς ἕτεραι ποικιλίαι. ― Ἡσύχ.: «μάρσιποι· οἱ γαστρίμαργοι. ἢ σάκκοι».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sac, valise, bourse.
Étymologie: cf. lat. marsupium.

Greek Monolingual

ο (Α μάρσιπος και μάρσιππος)
σάκος από δέρμα ή στερεό ύφασμα
νεοελλ.
1. ζωολ. θύλακος που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη μεταφορά τών νεογνών τους
2. βαλίτσα
αρχ.
1. κατάπλασμα
2. κρησάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνειο από την Ιρανική (πρβλ. αρχ. περσ. marsū- «κοιλιά») δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

μάρσῐπος: ὁ, σάκος, θύλακας, Λατ. marsupium, σε Ξεν.