μελάνδετος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(24) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελάνδετος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο [[δέσιμο]] ή μαύρη [[λαβή]] («μελάνδετον... [[ξίφος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δετός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «[[δένω]]»]. | |mltxt=[[μελάνδετος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο [[δέσιμο]] ή μαύρη [[λαβή]] («μελάνδετον... [[ξίφος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δετός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «[[δένω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μελάνδετος:''' -ον, αυτός που έχει μαύρο [[δέσιμο]] ([[σκελετό]]) ή [[λαβή]], λέγεται για [[ξίφη]] σε μαύρα θηκάρια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· [[σάκος]] μελάνδετον, [[ασπίδα]] με σιδερένιο [[σκελετό]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bound or mounted with black, φάσγανα καλὰ μελάνδετα Il.15.713; μ. ξίφος with iron scabbard, E.Ph.1091; σάκος μ. iron-rimmed shield, A.Th.43; but μελάνδετον φόνῳ ξίφος E.Or.821 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 119] schwarz gebunden, schwarz umwunden od. eingefaßt, φάσγανον, Il. 15, 713, was man erkl. »in das eiserne Gefäß wohl eingefügt«, wie ξίφος, Eur. Or. 819 Phoen. 1098; σάκος, ein Schild mit einem eisernen Rande, Aesch. Spt. 43.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνδετος: -ον, σιδηρόδετος, φάσγανα καλά, μελάνδετα, κατὰ τὴν ἀρίστην ἑρμηνείαν, νοεῖται ἐπὶ τοῦ σιδηροῦ κολεοῦ, Ἰλ. Ο. 713˙ οὕτω, μ. ξίφος Εὐρ. Φοίν. 1091˙ σάκος μ., ἀσπὶς ἔχουσα γῦρον σιδηροῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 43˙ ἀλλὰ μελάνδετον φόνῳ ξίφος Εὐρ. Ὀρ. 821.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les attaches ou la monture sont noires.
Étymologie: μέλας, δέω.
English (Autenrieth)
(δέω): black-bound or mounted, i. e. with dark hilt or scabbard, Il. 15.713†.
Greek Monolingual
μελάνδετος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή («μελάνδετον... ξίφος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δετός (< δέω «δένω»].
Greek Monotonic
μελάνδετος: -ον, αυτός που έχει μαύρο δέσιμο (σκελετό) ή λαβή, λέγεται για ξίφη σε μαύρα θηκάρια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· σάκος μελάνδετον, ασπίδα με σιδερένιο σκελετό, σε Αισχύλ.