μεγαλοκευθής: Difference between revisions
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(24) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγαλοκευθής]], -ές (Α)<br />αυτός που περικλείει [[πολλά]] [[μέσα]] του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κευθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεύθος]] <span style="color: red;"><</span> [[κεύθω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παγ</i>-<i>κευθής</i>]. | |mltxt=[[μεγαλοκευθής]], -ές (Α)<br />αυτός που περικλείει [[πολλά]] [[μέσα]] του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κευθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεύθος]] <span style="color: red;"><</span> [[κεύθω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παγ</i>-<i>κευθής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεγᾰλοκευθής:''' -ές, αυτός που μπορεί να σκεπάσει [[πολλά]], [[ευρύχωρος]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A concealing much: capacious, θάλαμοι Pi. P.2.33.
German (Pape)
[Seite 106] ές, viel bergend, geräumig, θάλαμοι, Pind. P. 2, 33.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοκευθής: -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, περιεκτικός, εὐρύχωρος, θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très profond.
Étymologie: μέγας, κεύθω.
English (Slater)
μεγᾰλοκευθής
1 with vast interior μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις (P. 2.33)
Greek Monolingual
μεγαλοκευθής, -ές (Α)
αυτός που περικλείει πολλά μέσα του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κευθής (< κεύθος < κεύθω), πρβλ. παγ-κευθής].
Greek Monotonic
μεγᾰλοκευθής: -ές, αυτός που μπορεί να σκεπάσει πολλά, ευρύχωρος, σε Πίνδ.