μεσημβριάζω: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεσημβριάζω]] και [[μεσημβρίζω]] και ποιητ. τ. μεσημβριῶ, -άω (Α) [[μεσημβρία]]<br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] τη [[μεσημβρία]], [[περνώ]] το [[μεσημέρι]], αναπαύομαι [[κατά]] το [[μεσημέρι]] («[[ὥσπερ]] προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὔδειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Ήλιο ή τους αστέρες) βρίσκομαι στον μεσημβρινό, [[μεσουρανώ]]. | |mltxt=[[μεσημβριάζω]] και [[μεσημβρίζω]] και ποιητ. τ. μεσημβριῶ, -άω (Α) [[μεσημβρία]]<br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] τη [[μεσημβρία]], [[περνώ]] το [[μεσημέρι]], αναπαύομαι [[κατά]] το [[μεσημέρι]] («[[ὥσπερ]] προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὔδειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Ήλιο ή τους αστέρες) βρίσκομαι στον μεσημβρινό, [[μεσουρανώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεσημβρῐάζω:''' [[διέρχομαι]] το [[μεσημέρι]], Λατ. meridiari, <i>μεσημβριάζοντα εὕδειν</i>, [[κοιμάμαι]] το [[μεσημέρι]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A pass the noon: μεσημβριάζοντα εὕδειν to sleep at noon, Pl.Phdr. 259a. 2 of the sun or stars, culminate, Poll.4.157, 158; μεσημβριάζοντος τοῦ θεοῦ Porph.Antr.27.
German (Pape)
[Seite 137] Mittag machen, ausruhen, Mittagsruhe halten, ὥςπερ πρόβατα μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὕδειν, Plat. Phaedr. 259 a u. Sp.; auch von der Sonne, im Mittag stehen, = μεσουρανέω, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
μεσημβρῐάζω: διέρχομαι τὴν μεσημβρίαν, Λατ. meridiari, ἰδίως κατὰ μετοχ., ὥσπερ προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνη εὕδειν, ὡς πρόβατα ἀναπαυόμενα κατὰ τὴν μεσημβρίαν να κοιμῶνται πλησίον τῆς πηγῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α. 2) ἐπὶ τοῦ ἡλίου, εἶμαι ἐν τῷ μεσημβρινῷ, μεσουρανέω, Πολυδ. Δ΄, 157, 158, Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 27.
French (Bailly abrégé)
1 se reposer vers midi, faire la sieste;
2 être à midi.
Étymologie: μεσημβρία.
Greek Monolingual
μεσημβριάζω και μεσημβρίζω και ποιητ. τ. μεσημβριῶ, -άω (Α) μεσημβρία
1. διέρχομαι τη μεσημβρία, περνώ το μεσημέρι, αναπαύομαι κατά το μεσημέρι («ὥσπερ προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὔδειν», Πλάτ.)
2. (για τον Ήλιο ή τους αστέρες) βρίσκομαι στον μεσημβρινό, μεσουρανώ.
Greek Monotonic
μεσημβρῐάζω: διέρχομαι το μεσημέρι, Λατ. meridiari, μεσημβριάζοντα εὕδειν, κοιμάμαι το μεσημέρι, σε Πλάτ.